Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Α. Κυπριανού σε κείμενό του στην εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ στις 22/11/2008 αναφέρεται στα αποτελέσματα μιας έρευνας και καταθέτει τους προβληματισμούς του. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρεται και στην «έλλειψη εμπιστοσύνης των Κυπρίων στους πολιτειακούς θεσμούς και μηχανισμούς». Τι προτείνει «για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος και τους πολιτειακούς θεσμούς»;
Η πρώτη εισήγησή του είναι «ο εκσυγχρονισμός των θεσμών και των μηχανισμών σε κάθε επίπεδο». Όποιος δεν έχει πολιτικές προτάσεις για αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων, βρίσκει καταφύγιο στην έννοια του «εκσυγχρονισμού». Ποιο είναι το σύγχρονο στο οποίο θα πρέπει να προσαρμοστούν οι θεσμοί δεν το ορίζουν. Χρησιμοποιούν τον εκσυγχρονισμό ως ένα λεκτικό πασπαρτού, που ταιριάζει με όλα. Δηλαδή δε λένε τίποτε απολύτως. Απλώς συνθηματολογούν κενολογώντας.
Ένα δεύτερο ζήτημα που γεννάται είναι για την ανάγκη του κ. Κυπριανού να απευθυνθεί στην κοινωνία δημοσιοποιώντας τις απόψεις του. Ο κ. Κυπριανού πρέπει να γνωρίζει ότι η κοινωνία δεν έχει αρμοδιότητα για να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς. Δηλαδή δεν έχουμε άμεση δημοκρατία, ώστε να αποφασίζουν οι πολίτες. Αρμόδιοι είναι ο ίδιος ως βουλευτής και το κόμμα του να προχωρήσουν στο λεγόμενο εκσυγχρονισμό των θεσμών.Γιατί δεν το πράττει και απευθύνεται στους πολίτες; Αυτό λέγεται λαϊκισμός και ανευθυνότητα.
Ένα τρίτο ζήτημα που προκύπτει είναι αν ο υποστηρικτής μιας θέσης, εννοεί και στην πράξη αυτά που γράφει ή τα διακηρύττει για προπαγάνδα ή ψηφοθηρία. Ο κ. Κυπριανού οφείλει να θυμάται την ιστορική πρόταση που εξεστόμισε το Σεπτέμβριο του 2006: «Δεν είναι αρμόδιος για να εκφράζει την Κυβέρνηση ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος»!!! Με τα λεγόμενά του ο κ. Κυπριανού στήριζε τους θεσμούς; Ή μήπως αυτό εννοεί με το λεγόμενο εκσυγχρονισμό των θεσμών;
Η δεύτερη εισήγηση του κ.Κυπριανού επικεντρώνεται «στην εμπέδωση της ισονομίας , της αξιοκρατίας και της διαφάνειας σε ζητήματα που τον (εννοεί τον πολίτη) αφορούν».
Για ποια ισονομία μιλά ο κ. Κυπριανού όταν είναι στυλοβάτης ενός συστήματος όπου είναι οι νόμοι ισχύουν μόνο για τους αδύνατους; Η Επίτροπος Προστασία Προσωπικών Δεδομένων κατήγγειλε επανειλημμένα στον τύπο ότι τα κόμματα που ψήφισαν τη νομοθεσία για την προστασία των πολιτών , την παραβιάζουν χωρίς να ιδρώνει το αυτί τους!!!
Για ποια αξιοκρατία όταν το ρουσφέτι έχει αναχθεί σε επιστήμη από τους φορείς της εξουσίας;
Για ποια διαφάνεια όταν οι θεσμοί λειτουργούν μόνο τυπικά και τα πάντα ρυθμίζονται στο παρασκήνιο με βάση τους συσχετισμούς δύναμης; Όσο για την προκλητική αναφορά του κ. Κυπριανού «για θέματα που τους αφορούν» αναδεικνύει την νοοτροπία των πολιτικών που λειτουργουν ως πολιτική τάξη ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας. Δηλαδή υπάρχουν θέματα της πολιτείας που δεν αφορούν τους πολίτες και αποτελουν ιδιωτική υπόθεση των πολιτικών;
Η τρίτη εισήγηση του κ. Κυπριανού έχει ηθικό χαρακτήρα. Αφού του έλειψαν τα πολιτικά επιχειρήματα, βρίσκει καταφύγιο στην ηθική: «Τα πολιτικά πρόσωπα, με την όλη στάση ζωής και συμπεριφοράς τους πρέπει να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση και όχι αποφυγή»!!! Ναι, με την ασυλία και τα προνομία που απολαμβάνουν θα γίνουν πρότυπα συμπεριφοράς.Και γιατί τόσο καιρό δεν τα κατάφεραν;
Το τραγικό είναι πως τα ίδια ακριβώς με τον κ. Κυπριανού θα μπορούσε να εισηγηθεί και ο βουλευτής οποιούδηποτε κόμματος: άγευστα, άοσμα και άχρωμα. Αυτά που εισηγείται ο κ. Κυπριανού αποτελούν μια αριστερή/προοδευτική προσέγγιση της κρίσης των θεσμών;
Είναι γεγονός ότι υπάρχει κρίση της πολιτικής και των θεσμών και της σχέσης της κοινωνίας με την πολιτική. Η απάντηση πρέπει να είναι πολιτική, δηλαδή κατάθεση προτάσεων για τη συλλογική διαπραγμάτευση του κοινού μας καλού και όχι κενολόγες διακηρύξεις αποπροσανατολισμού της κοινωνίας, στις οποίες κατατίθενται προτάσεις για δήθεν αλλαγές, ώστε να μην αλλάξει τίποτε.
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008
O κ. Λυσσαρίδης και η επιχειρηματολογία του ενάντια στις αναφορές για συνεταιρισμό των δυο κοινοτήτων το 1960
Υποστηρίζει λοιπόν ο Β. Λυσσαρίδης στην επιστολή του προς το Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι « άλλο εγγυημένη συμμετοχή στα πολιτειακά όργανα και άλλο συνεταιρισμός».Με αυτή την ουσιώδη επισήμανση ο Β. Λυσσαρίδης αναφέρεται στο πολιτειακό καθεστώς της Κύπρου το 1960 για να υποστηρίξει ότι δεν ήταν συνεταιρισμός δύο κοινοτήτων, αλλά ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα απολάμβανε μια εγγυημένη συμμετοχή στα πολιτειακά όργανα.
Είναι έτσι τα πράγματα;
Αν υποθέσουμε ότι έχει δίκιο ο κ. Λυσσαρίδης. Τότε οφείλει να εξηγήσει ποιο ήταν το περιεχόμενο των 13 σημείων που υπέβαλε ο Μακάριος για αναθεώρηση του συντάγματος το 1963; Ποια ήταν η επιδίωξη του Μακαρίου τότε;
Με βάση τη λογική Λυσσαρίδη ότι το πολιτικό σύστημα τότε δεν ήταν συνεταιρισμός αλλά εγγυημένη συμμετοχή, να υποθέσουμε ότι ο Μακάριος με τα 13 σημεία επιδίωκε να μην είναι εγγυημένη η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων;
Φυσικά ο Μακάριος δεν υπέβαλε ποτέ τέτοιο αίτημα. Και εδώ ακριβώς ο κ. Λυσσαρίδης συγχύζει την προσδοκία με την πραγματικότητα.
Γιατί με τα 13 σημεία το 1963 ο Μακάριος επιδίωκε αυτό που θεωρεί ως δεδομένη πραγματικότητα σήμερα ο κ. Λυσσαρίδης, δηλαδή ο συνεταιρισμός των δύο κοινοτήτων να μετατραπεί σε εγγυημένη συμμετοχή της μειονότητας στα πολιτειακά όργανα. Κάτι τέτοιο όμως ουδέποτε έγινε αποδεκτό από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Επομένως αυτό το επιχείρημα του κ. Λυσσαρίδη δεν πείθει αφού συγχύζει την προσδοκία με την πραγματικότητα ή πιο σωστά εκλαμβάνει το φαντασιακό ως πραγματικότητα.
Ένα δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει ο κ. Λυσσαρίδης για να τεκμηριώσει τη θέση του πως το πολιτειακό καθεστώς δεν ήταν συνεταιρικό, είναι η στάση του ΟΗΕ το 1964. Ειδκότερα ο κ. Λυσσαρίδης αναφέρει στην επιστολή του:
«Η συνεχής αναφορά σε συνεταιρισμό επιτρέπει συνέχιση της εκτροπής. Αυτό το θέμα έχει διευθετηθεί από το 1964.Όταν οι Τουρκοκύπριοι, πιεζόμενοι από την Άγκυρα, εγκατέλειψαν τα πολιτειακά σώματα προβλήθηκε από Τουρκικής πλευράς η άποψη ότι δεν υπάρχει πια Κυπριακή Δημοκρατία γιατί κάθε πλευρά (Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή) έχει το δικό της μέρισμα στην κρατική οντότητα.Ολόκληρη η ανθρωπότητα απέρριψε την Τουρκική θέση και αναγνώρισε ως κυβέρνηση της Κύπρου (ολόκληρου του λαού και ολόκληρης της γεωγραφικής επικράτειας) την κυβέρνηση Μακαρίου και όλες τις μετέπειτα Κυπριακές κυβερνήσεις».
Τα γεγονότα έτσι όπως τα περιγράφει ο κ. Λυσσαρίδης σίγουρα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όμως είναι μια ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας τελείως επιφανειακή.
Εννοώ ότι η στάση του ΟΗΕ τότε ήταν μονόδρομος, δηλαδή εκ των πραγμάτων δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Κύπρου ως νόμιμη κυβέρνηση του κράτους. Από τη στιγμή που οι Τουρκοκύπριοι το 1964 δεν ήλεγχαν έδαφος, δεν είχαν και τη δυνατότητα να συστήσουν κράτος. Γιατί η κυρίαρχη πρόσληψη της πραγματικότητας τότε και κατά ένα μέρος σήμερα, είναι το εδαφικό κράτος.
Γι αυτό και οι Τουρκοκύπριοι μεθοδικά από τότε χάραξαν μια στρατηγική ώστε η κοινότητά τους να ελέγξει ένα μέρος του εδάφους, κάτι που πέτυχαν με την τουρκική εισβολή. Δηλαδή η δυναμική από το 1964 και εντεύθεν δεν καθορίστηκε από το τι κέρδισαν οι Ελληνοκύπριοι αλλά το τι έχασαν οι Τουρκοκύπριοι.
Προσωπικά δεν έχω πειστεί από την επιχειρηματολογία του κ. Λυσσαρίδη για το θέμα του συνεταιρισμού ή μη το 1960. Μάλλον είναι απογοητευτική η επιχειρηματολογία ενός πολιτικού άνδρα με τόση πείρα και γνώση. Εκείνο όμως που προκαλεί ανησυχία είναι ο τρόπος που κατανοεί και ερμηνεύει την ιστορική πραγματικότητα.
Είναι έτσι τα πράγματα;
Αν υποθέσουμε ότι έχει δίκιο ο κ. Λυσσαρίδης. Τότε οφείλει να εξηγήσει ποιο ήταν το περιεχόμενο των 13 σημείων που υπέβαλε ο Μακάριος για αναθεώρηση του συντάγματος το 1963; Ποια ήταν η επιδίωξη του Μακαρίου τότε;
Με βάση τη λογική Λυσσαρίδη ότι το πολιτικό σύστημα τότε δεν ήταν συνεταιρισμός αλλά εγγυημένη συμμετοχή, να υποθέσουμε ότι ο Μακάριος με τα 13 σημεία επιδίωκε να μην είναι εγγυημένη η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων;
Φυσικά ο Μακάριος δεν υπέβαλε ποτέ τέτοιο αίτημα. Και εδώ ακριβώς ο κ. Λυσσαρίδης συγχύζει την προσδοκία με την πραγματικότητα.
Γιατί με τα 13 σημεία το 1963 ο Μακάριος επιδίωκε αυτό που θεωρεί ως δεδομένη πραγματικότητα σήμερα ο κ. Λυσσαρίδης, δηλαδή ο συνεταιρισμός των δύο κοινοτήτων να μετατραπεί σε εγγυημένη συμμετοχή της μειονότητας στα πολιτειακά όργανα. Κάτι τέτοιο όμως ουδέποτε έγινε αποδεκτό από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Επομένως αυτό το επιχείρημα του κ. Λυσσαρίδη δεν πείθει αφού συγχύζει την προσδοκία με την πραγματικότητα ή πιο σωστά εκλαμβάνει το φαντασιακό ως πραγματικότητα.
Ένα δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει ο κ. Λυσσαρίδης για να τεκμηριώσει τη θέση του πως το πολιτειακό καθεστώς δεν ήταν συνεταιρικό, είναι η στάση του ΟΗΕ το 1964. Ειδκότερα ο κ. Λυσσαρίδης αναφέρει στην επιστολή του:
«Η συνεχής αναφορά σε συνεταιρισμό επιτρέπει συνέχιση της εκτροπής. Αυτό το θέμα έχει διευθετηθεί από το 1964.Όταν οι Τουρκοκύπριοι, πιεζόμενοι από την Άγκυρα, εγκατέλειψαν τα πολιτειακά σώματα προβλήθηκε από Τουρκικής πλευράς η άποψη ότι δεν υπάρχει πια Κυπριακή Δημοκρατία γιατί κάθε πλευρά (Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή) έχει το δικό της μέρισμα στην κρατική οντότητα.Ολόκληρη η ανθρωπότητα απέρριψε την Τουρκική θέση και αναγνώρισε ως κυβέρνηση της Κύπρου (ολόκληρου του λαού και ολόκληρης της γεωγραφικής επικράτειας) την κυβέρνηση Μακαρίου και όλες τις μετέπειτα Κυπριακές κυβερνήσεις».
Τα γεγονότα έτσι όπως τα περιγράφει ο κ. Λυσσαρίδης σίγουρα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όμως είναι μια ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας τελείως επιφανειακή.
Εννοώ ότι η στάση του ΟΗΕ τότε ήταν μονόδρομος, δηλαδή εκ των πραγμάτων δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Κύπρου ως νόμιμη κυβέρνηση του κράτους. Από τη στιγμή που οι Τουρκοκύπριοι το 1964 δεν ήλεγχαν έδαφος, δεν είχαν και τη δυνατότητα να συστήσουν κράτος. Γιατί η κυρίαρχη πρόσληψη της πραγματικότητας τότε και κατά ένα μέρος σήμερα, είναι το εδαφικό κράτος.
Γι αυτό και οι Τουρκοκύπριοι μεθοδικά από τότε χάραξαν μια στρατηγική ώστε η κοινότητά τους να ελέγξει ένα μέρος του εδάφους, κάτι που πέτυχαν με την τουρκική εισβολή. Δηλαδή η δυναμική από το 1964 και εντεύθεν δεν καθορίστηκε από το τι κέρδισαν οι Ελληνοκύπριοι αλλά το τι έχασαν οι Τουρκοκύπριοι.
Προσωπικά δεν έχω πειστεί από την επιχειρηματολογία του κ. Λυσσαρίδη για το θέμα του συνεταιρισμού ή μη το 1960. Μάλλον είναι απογοητευτική η επιχειρηματολογία ενός πολιτικού άνδρα με τόση πείρα και γνώση. Εκείνο όμως που προκαλεί ανησυχία είναι ο τρόπος που κατανοεί και ερμηνεύει την ιστορική πραγματικότητα.
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008
Η αρχή της πλειοψηφίας στις αρχαίες ελληνικές πόλεις -κράτη
Η αρχή της πλειοψηφίας, όπως και η ισότητα και η ελευθερία και το έθνος, σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα αποκτά και διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογα με το στάδιο της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης.
Στις αρχαίες ελληνικές πόλεις η αρχή της πλειοψηφία στην εκλογή των αρχών αποτελεί ένα προ-δημοκρατικό φαινόμενο. Και ενώ στην εποχή του Σόλωνα θεωρήθηκε μια κατάκτηση του λαού, αργότερα , στην εποχή του Αριστοτέλη, θεωρείται ένα ολιγαρχικό κατάλοιπο.
Η αρχής της πλειοψηφίας στις ολιγαρχίες
Στην προ-δημοκρατική περίοδο, την περίοδο της «έμμεσης αντιπροσώπευσης» οι πολίτες με την ψήφο τους νομιμοποιούσαν τους φορείς της εξουσίας. Και μάλιστα τους εξέλεγαν για μακρό χρονικό διάστημα ( «πολυχρονίους) με αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να μεταβάλλονται σε δυνάστες των πολιτών ( «δεσποτικοτέρας αρχής ορεγομένων»).
Σε κάθε πολιτικό σύστημα ,όπως και αυτό της νεοτερικότητας, όπου η πολιτική ταυτίζεται με την εξουσία του κράτους η αρχή της πλειοψηφίας έχει αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής την εκλογή του κατόχου της πολιτικής εξουσίας.
Η αρχή της πλειοψηφίας λοιπόν δεν αποτελεί το θεμέλιο της δημοκρατίας, όπως διατείνονται σήμερα πολιτικοί και ειδικοί,αλλά χαρακτηρίζει τα ολιγαρχικά συστήματα και μάλιστα συναντάται και στις κρατικές δεσποτείες..
Στα προ-δημοκρατικά πολιτικά συστήματα η αρχή της πλειοψηφίας ουσιαστικά καθιστά νόμιμη την εκχώρηση της πολιτικής στην αυτόνομη εξουσία του κράτους και , παράλληλα, νομιμοποιεί και την πολιτική κυριαρχία των κατόχων της. Η ψήφος είναι δηλαδή νομιμοποιητική και διαιτητεύουσα ανάμεσα στους διεκδικητές. Και η κοινωνία, «ο αμαθής όχλος», ιδιωτεύει.
Και επειδή ο «αμαθής όχλος» τους νομιμοποιούσε στη εξουσία αλλά οι άρχοντες ενεργουσαν «κατά το δοκούν» και όχι στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος, οι πολίτες αντιδρούν και ξεσπούν ταραχές. Σε αυτές τις συνθήκες το πολιτικό σύστημα της «έμμεσης αντιπροσώπευσης» μετεξελίσσεται στη «άμεση αντιπροσώπευση». Η φύση του πολιτικού συστήματος δεν αλλάζει, η εξουσία παραμένει εκχωρημένη στις αρχές. Αλλά ο πολίτης αποκτά το δικαίωμα να εκλέγει και να ελέγχει «τας αρχάς». Δηλαδή αναγνωρίζεται ως ενολέας και ο φορέας της εξουσίας ως εντολοδόχος.
Παράλληλα την ίδια περίοδο και για να κοπάσουν οι διαμάχες η αρχή της πλειοψηφίας δεν ανάγεται μονοσήμαντα στο ενιαίο εκλογικό σώμα και την καθολική ψηφοφορία που καταλήγουν σε ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα. Οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι η αρχή της πλειοψηφίας στη νομιμοποιηση των φορέων της εξουσίας με χρονικό ορίζοντα (π.χ. για πέντε χρόνια ) μετατρέπει την εκλογική μειοψηφία σε πολιτική μειονότητα. Και υιοθετήθηκε η αυτοτελής εκπροσώπηση των διαφόρων κοινωνικών υπο – συνόλων ( γεωγραφικών, πολιτισμικών, εθνοτικών) και η εξουσία σταδιακά μεταβάλλεται σε συνοδική.
Η αρχή της πλειοψηφίας στις δημοκρατίες
Στη δημοκρατία της κλασικής περιόδου η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται στα πλαίσια του δήμου, ο οποίος συγκροτήθηκε ως θεσμός της πολιτείας και απέσπασε την πολιτική αρμοδιότητα από το κράτος. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι απλώς μια διαρυθμιστική λειτουργία για την έκφραση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του δήμου. Η πολιτική λειτουργία ως διαβούλευση και απόφαση λαμβάνει χώρα στην εκκλησία. Ο καθένας μπορεί να πάρει το λόγον και να εκφέρει γνώμη επί του πρακτέου (διαβούλευση, ) και ο δήμος αποφασίζει με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας έχει στιγμιαία διάρκεια αφού η θέληση των πολλών εκλείπει από τη στιγμή που μετατρέπεται σε απόφαση.
Σε σχέση με τις αρχές της πολιτείας (αξιώματα) αυτές αναδεικνύονται με κλήρο ή με εκλογή. Εφαρμόζεται η αρχή « του εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν». Στην πράξη αυτό σημαίνει περιοδική ανάδειξη των πολιτών σε αυτά. Για να επιτευχθεί αυτό η διάρκεια των αξιωμάτων ήταν μικρή και χωρίς δικαίωμα επανεκλογής.
Η εκλογή των αρχών δεν αποτελούσε κίνδυνο για το δήμο, αφού ο ίδιος κατείχε την αποφασιστική αρμοδιότητα. Επιπλέον έλεγχε τις αρχές και μπορούσε να τις παύσει. Οι αρχές δεν ήταν ατομικές αλλά συλλογικές και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ομοφωνία ώστε να μην αυτονομηθούν απέναντι στο λαό και ούτε να διαμορφώσουν ενδοεξουσιαστικές ιεραρχίες. Η συγκρότηση των αρχών ήταν δηλαδή συνοδική. Παράλληλα για να μην υπάρχει κίνδυνος η μειοψηφία να μετατραπεί σε μειονότητα, αναγνωρίζεται η αυτονομία των διαφόρων κοινωνικών υποσυνόλων Δηλαδή η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται μόνο στις συνελεύσεις του κυρίαρχου κοινωνικού σώματος και όχι στα αντιπροσωπευτικά όργανα (τις αρχές). Και αυτά τα αντιπροσωπευτικά σώματα, ενώ προηγουμένως χαρακτηρίζαν το πολιτικό σύστημα αφού κατείχαν την εξουσία, την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, στη δημοκρατία συνιστούν ένα εκτελεστικό θεσμό της πολιτείας.
Μια σύγκριση του τότε και του σήμερα
Αν και οι επιστήμονες θεωρούν ανεπίτρεπτη και ανεδαφική την όποια σύγκριση των αρχαιοελληνικών πολιτικών συστημάτων και των νεοετρικών, αφού έχουν αποφανθεί τελεσιδικά ότι εντάσσονται στις «παραδοσιακές κοινωνίες» ή «προ-νεοτερικές», εκτιμώ ότι η σύγκριση είναι εφικτή, αφού πρόκειται για ανθρωποκεντρικές κοινωνίες με την έννοια ότι υποστασιοποιείται ο ελεύθερος άνθρωπος.Υπάρχει η διαφορά της κλίμακας (πόλης-κράτος, έθνος-κράτος) αλλά αυτό δεν παρεμποδίζει την ποιοτική σύγκριση στη βάση της αναλογίας.
Από άποψη λοιπόν ανθρωποκεντρική τα πολιτικά συστήματα της νεοτερικότητας σε αναλογία με την πολιτειακή εξέλιξη των αρχαιοελληνικών πόλεων – κρατών μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα του 7ου και 6ου π. Χ. αιώνα. Δηλαδή με τα συστήματα εξουσιαστικής κυριαρχίας , τις ολιγαρχίες και τις μοναρχίες της περιόδου «της έμμεσης αντιπροσώπευσης». Αυτονόητα στα νεότερα χρόνια ακόμα δεν έχει κατακτηθεί από τις κοινωνίες η «άμεση αντιπροσωπεύση». Για τη δημοκρατία ούτε λόγος να γίνεται. Απλώς οι νεότεροι βάπτισαν με ονοματοδοσία το πολίτευμά τους δημοκρατία, ενώ δεν έχει καμία συγγένεια με τις αρχές της δημοκρατίας.
Στις αρχαίες ελληνικές πόλεις η αρχή της πλειοψηφία στην εκλογή των αρχών αποτελεί ένα προ-δημοκρατικό φαινόμενο. Και ενώ στην εποχή του Σόλωνα θεωρήθηκε μια κατάκτηση του λαού, αργότερα , στην εποχή του Αριστοτέλη, θεωρείται ένα ολιγαρχικό κατάλοιπο.
Η αρχής της πλειοψηφίας στις ολιγαρχίες
Στην προ-δημοκρατική περίοδο, την περίοδο της «έμμεσης αντιπροσώπευσης» οι πολίτες με την ψήφο τους νομιμοποιούσαν τους φορείς της εξουσίας. Και μάλιστα τους εξέλεγαν για μακρό χρονικό διάστημα ( «πολυχρονίους) με αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να μεταβάλλονται σε δυνάστες των πολιτών ( «δεσποτικοτέρας αρχής ορεγομένων»).
Σε κάθε πολιτικό σύστημα ,όπως και αυτό της νεοτερικότητας, όπου η πολιτική ταυτίζεται με την εξουσία του κράτους η αρχή της πλειοψηφίας έχει αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής την εκλογή του κατόχου της πολιτικής εξουσίας.
Η αρχή της πλειοψηφίας λοιπόν δεν αποτελεί το θεμέλιο της δημοκρατίας, όπως διατείνονται σήμερα πολιτικοί και ειδικοί,αλλά χαρακτηρίζει τα ολιγαρχικά συστήματα και μάλιστα συναντάται και στις κρατικές δεσποτείες..
Στα προ-δημοκρατικά πολιτικά συστήματα η αρχή της πλειοψηφίας ουσιαστικά καθιστά νόμιμη την εκχώρηση της πολιτικής στην αυτόνομη εξουσία του κράτους και , παράλληλα, νομιμοποιεί και την πολιτική κυριαρχία των κατόχων της. Η ψήφος είναι δηλαδή νομιμοποιητική και διαιτητεύουσα ανάμεσα στους διεκδικητές. Και η κοινωνία, «ο αμαθής όχλος», ιδιωτεύει.
Και επειδή ο «αμαθής όχλος» τους νομιμοποιούσε στη εξουσία αλλά οι άρχοντες ενεργουσαν «κατά το δοκούν» και όχι στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος, οι πολίτες αντιδρούν και ξεσπούν ταραχές. Σε αυτές τις συνθήκες το πολιτικό σύστημα της «έμμεσης αντιπροσώπευσης» μετεξελίσσεται στη «άμεση αντιπροσώπευση». Η φύση του πολιτικού συστήματος δεν αλλάζει, η εξουσία παραμένει εκχωρημένη στις αρχές. Αλλά ο πολίτης αποκτά το δικαίωμα να εκλέγει και να ελέγχει «τας αρχάς». Δηλαδή αναγνωρίζεται ως ενολέας και ο φορέας της εξουσίας ως εντολοδόχος.
Παράλληλα την ίδια περίοδο και για να κοπάσουν οι διαμάχες η αρχή της πλειοψηφίας δεν ανάγεται μονοσήμαντα στο ενιαίο εκλογικό σώμα και την καθολική ψηφοφορία που καταλήγουν σε ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα. Οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι η αρχή της πλειοψηφίας στη νομιμοποιηση των φορέων της εξουσίας με χρονικό ορίζοντα (π.χ. για πέντε χρόνια ) μετατρέπει την εκλογική μειοψηφία σε πολιτική μειονότητα. Και υιοθετήθηκε η αυτοτελής εκπροσώπηση των διαφόρων κοινωνικών υπο – συνόλων ( γεωγραφικών, πολιτισμικών, εθνοτικών) και η εξουσία σταδιακά μεταβάλλεται σε συνοδική.
Η αρχή της πλειοψηφίας στις δημοκρατίες
Στη δημοκρατία της κλασικής περιόδου η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται στα πλαίσια του δήμου, ο οποίος συγκροτήθηκε ως θεσμός της πολιτείας και απέσπασε την πολιτική αρμοδιότητα από το κράτος. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι απλώς μια διαρυθμιστική λειτουργία για την έκφραση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του δήμου. Η πολιτική λειτουργία ως διαβούλευση και απόφαση λαμβάνει χώρα στην εκκλησία. Ο καθένας μπορεί να πάρει το λόγον και να εκφέρει γνώμη επί του πρακτέου (διαβούλευση, ) και ο δήμος αποφασίζει με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας έχει στιγμιαία διάρκεια αφού η θέληση των πολλών εκλείπει από τη στιγμή που μετατρέπεται σε απόφαση.
Σε σχέση με τις αρχές της πολιτείας (αξιώματα) αυτές αναδεικνύονται με κλήρο ή με εκλογή. Εφαρμόζεται η αρχή « του εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν». Στην πράξη αυτό σημαίνει περιοδική ανάδειξη των πολιτών σε αυτά. Για να επιτευχθεί αυτό η διάρκεια των αξιωμάτων ήταν μικρή και χωρίς δικαίωμα επανεκλογής.
Η εκλογή των αρχών δεν αποτελούσε κίνδυνο για το δήμο, αφού ο ίδιος κατείχε την αποφασιστική αρμοδιότητα. Επιπλέον έλεγχε τις αρχές και μπορούσε να τις παύσει. Οι αρχές δεν ήταν ατομικές αλλά συλλογικές και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ομοφωνία ώστε να μην αυτονομηθούν απέναντι στο λαό και ούτε να διαμορφώσουν ενδοεξουσιαστικές ιεραρχίες. Η συγκρότηση των αρχών ήταν δηλαδή συνοδική. Παράλληλα για να μην υπάρχει κίνδυνος η μειοψηφία να μετατραπεί σε μειονότητα, αναγνωρίζεται η αυτονομία των διαφόρων κοινωνικών υποσυνόλων Δηλαδή η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται μόνο στις συνελεύσεις του κυρίαρχου κοινωνικού σώματος και όχι στα αντιπροσωπευτικά όργανα (τις αρχές). Και αυτά τα αντιπροσωπευτικά σώματα, ενώ προηγουμένως χαρακτηρίζαν το πολιτικό σύστημα αφού κατείχαν την εξουσία, την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, στη δημοκρατία συνιστούν ένα εκτελεστικό θεσμό της πολιτείας.
Μια σύγκριση του τότε και του σήμερα
Αν και οι επιστήμονες θεωρούν ανεπίτρεπτη και ανεδαφική την όποια σύγκριση των αρχαιοελληνικών πολιτικών συστημάτων και των νεοετρικών, αφού έχουν αποφανθεί τελεσιδικά ότι εντάσσονται στις «παραδοσιακές κοινωνίες» ή «προ-νεοτερικές», εκτιμώ ότι η σύγκριση είναι εφικτή, αφού πρόκειται για ανθρωποκεντρικές κοινωνίες με την έννοια ότι υποστασιοποιείται ο ελεύθερος άνθρωπος.Υπάρχει η διαφορά της κλίμακας (πόλης-κράτος, έθνος-κράτος) αλλά αυτό δεν παρεμποδίζει την ποιοτική σύγκριση στη βάση της αναλογίας.
Από άποψη λοιπόν ανθρωποκεντρική τα πολιτικά συστήματα της νεοτερικότητας σε αναλογία με την πολιτειακή εξέλιξη των αρχαιοελληνικών πόλεων – κρατών μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα του 7ου και 6ου π. Χ. αιώνα. Δηλαδή με τα συστήματα εξουσιαστικής κυριαρχίας , τις ολιγαρχίες και τις μοναρχίες της περιόδου «της έμμεσης αντιπροσώπευσης». Αυτονόητα στα νεότερα χρόνια ακόμα δεν έχει κατακτηθεί από τις κοινωνίες η «άμεση αντιπροσωπεύση». Για τη δημοκρατία ούτε λόγος να γίνεται. Απλώς οι νεότεροι βάπτισαν με ονοματοδοσία το πολίτευμά τους δημοκρατία, ενώ δεν έχει καμία συγγένεια με τις αρχές της δημοκρατίας.
Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008
Ο κ. Γκόρντον Μπράουν και η προώθηση της λογοκρισίας στα ΜΜΕ για χάρη του "εθνικού συμφέροντος"!!!
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ των Αθηνών στις 11/11/2008, η βρετανική κυβέρνηση προωθεί στη βουλη «εισήγηση νομοθεσίας, η οποία θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να απαγορεύει στα ΜΜΕ να δημοσιεύουν ειδήσεις που κρίνεται ότι είναι ενάντια στο εθνικό συμφέρον». Δηλαδή αυτό που προωθεί η κυβέρνηση του κ. Μπράουν είναι λογοκρισία στα ΜΜΕ για χάρη του εθνικού συμφέροντος!!!
Τι σημαίνει ένας φορέας της εξουσίας –ο πρωθυπουργός της Βρετανίας - να επικαλείται το εθνικό συμφέρον στη λήψη μιας απόφασης ( λογοκρισία στα ΜΜΕ);
Σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος φορέας της εξουσίας του κράτους κατέχοντας την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, λειτουργώντας δηλαδή και ως εντολοδόχος και ως εντολέας, ταυτίζει ετσιθελικά την έννοια του έθνους με την έννοια του κράτους. Αυθαίρετα καθορίζει το σκοπό της πολιτικής σε σχέση όχι με τη βούληση της κοινωνίας, αλλά με την οπτική του φορέα της εξουσίας για το συμφέρον του έθνους. Με αυτη ακριβώς την προσέγγιση το έθνος ιστορείται διά του κράτους.
Είναι γεγονός ότι οι φορείς της κρατικής εξουσίας διατυπώνουν διάφορες μεγαλόστομες διακηρύξεις περί «δημοσίου, γενικού, εθνικού» συμφέροντος. Αυτό που μόνιμα αποσιωπούν, είναι το κοινωνικό συμφέρον, το συμφέρον του κοινού. Αυτό συμβαίνει γιατί τα πολιτικά συστήματα της νεοτερικότητας δεν είναι καν αντιπροσωπευτικά. Αν ήταν αντιπροσωπευτικά, τότε εντολέας θα ήταν το κοινωνικό σώμα και σε αυτό θα έπρεπε να αναφέρεται ο φορέας της εξουσίας. Επειδή το σύστημα είναι προ-αντιπροσωπευτικό, ο φορέας της εξουσίας νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί διάφορες νεφελώδεις έννοιες όπως το δημόσιο, το γενικό ή το εθνικό συμφέρον και να παρακάμπτει το κοινωνικό συμφέρον ή την κοινωνική βούληση. Γι αυτές τις νεφελώδεις έννοιες ο φορέας της εξουσίας μπορεί και λειτουργεί ως αυθεντικός εκφραστής, κάτι που δε θα μπορούσε να κάνει με το συμφέρον της κοινωνίας και τη δική της βούληση. Δηλαδή η επίκληση του εθνικού συμφέροντος είναι μια μέθοδος για παράκαμψη του κοινωνικού συμφέροντος ή της κοινωνικής βούλησης.
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό ο κ. Μπράουν εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του έθνους και εκφραστής της θέλησής του. Ή γενικεύοντας, θα πούμε ότι το κράτος, η πολιτική τάξη αντιπροσωπεύει το έθνος και όχι την κοινωνία. Δηλαδή απευθύνονται στην κοινωνία για να τους νομιμοποιήσει με την ψήφο της στην εξουσία του κράτους και στη συνέχεια, αυτονομούνται απέναντι στην κοινωνία γιατί εκπροσωπούν το έθνος!!! Και έτσι νομιμοποιούνται να παίρνουν αποφάσεις υπερ του έθνους αλλά και εναντίον της κοινωνίας!!!Αυτή είναι η λογική των πολιτικών συστημάτων της νεοτερικότητας.
Η προβολή της θέσης από την κυβέρνηση του κ. Μπράουν για την επιβολή λογοκρισίας στα ΜΜΕ για χάρη του εθνικού συμφέροντος είναι παραπλανητική στη διατύπωσή της. Ο κ. Μπράουν εξελέγη στην εξουσία από τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και μόνο σε αυτή μπορεί να αναφέρεται. Δηλαδή ο κ. Μπράουν οφείλει να εξηγήσει στα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας και όχι του έθνους, γιατί είναι προς το συμφέρον τους να μην ενημερώνονται για κάποια θέματα, γιατί η έλλειψη διαφάνειας είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας. Οφείλει να εξηγήσει από ποιον θα κινδυνεύει η κοινωνία, αν τα μέλη της γνωρίζουν. Υπάρχει μήπως ο κίνδυνος τα μέλη της κοινωνίας να στραφούν εναντίον του εαυτού τους; Και τι κατοχυρώνει ότι ο ίδιος ο κ. Μπράουν γνωρίζοντας μόνο αυτός, δε θα εξυπηρετήσει αλλότρια συμφέροντα αλλά το συμφέρον της κοινωνίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί;
Η επίκληση λοιπόν από τον κ. Μπράουν και από τον όποιο «Μπράουν» του λεγόμενου εθνικού συμφέροντος έχει ως στόχο την αυτονόμηση της εξουσίας έναντι της κοινωνίας, την περιθωριοποίηση της κοινωνίας και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας. Η επιβολή δε λογοκρισίας στα ΜΜΕ για χάρη του λεγόμενου εθνικού συμφέροντος υποδηλώνει απλώς την ανάγκη της ολιγαρχίας στον παρόντα χρόνο, η κοινωνία να μην ενημερώνεται για κάποια θέματα. Και ο λόγος είναι γιατί η ενημέρωσή της, θα προκαλέσει και την αντίδρασή της. Γι αυτό και οι φορείς της εξουσίας επιλέγουν το δρόμο της αδιαφάνειας ή και του σκοταδισμού.
Στη Βρετανία, με επίκληση της τρομοκρατίας έχει στηθεί το μεγαλύτερο σύστημα επιτήρησης των πολιτών σε βαθμό που οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαμαρτύρονται για καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων.
Τώρα με την επίκληση του εθνικού συμφέροντος η κυβέρνηση θέλει να ελέγξει την πληροφόρηση του πολίτη. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως προετοιμάζεται το κλίμα για λήψη επώδυνων αποφάσεων σε βάρος των πολίτων ή υπέρ κάποιων άλλων, πράγμα για το οποίο είναι αναγκαία η συσκότιση ή η παραπληρόφορηση του πολίτη.
Όταν ακούεις την κρατική εξουσία να μιλα για «εθνικό συμφέρον» , τότε σημαίνει ότι κάτι ετοιμάζει εν αγνοία ή σε βάρος της κοινωνίας. Δηλαδή η επίκληση του εθνικού συμφέροντος από την κρατική εξουσία είναι ένα παραμύθι για τους αφελείς.
Τι σημαίνει ένας φορέας της εξουσίας –ο πρωθυπουργός της Βρετανίας - να επικαλείται το εθνικό συμφέρον στη λήψη μιας απόφασης ( λογοκρισία στα ΜΜΕ);
Σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος φορέας της εξουσίας του κράτους κατέχοντας την καθολική πολιτική αρμοδιότητα, λειτουργώντας δηλαδή και ως εντολοδόχος και ως εντολέας, ταυτίζει ετσιθελικά την έννοια του έθνους με την έννοια του κράτους. Αυθαίρετα καθορίζει το σκοπό της πολιτικής σε σχέση όχι με τη βούληση της κοινωνίας, αλλά με την οπτική του φορέα της εξουσίας για το συμφέρον του έθνους. Με αυτη ακριβώς την προσέγγιση το έθνος ιστορείται διά του κράτους.
Είναι γεγονός ότι οι φορείς της κρατικής εξουσίας διατυπώνουν διάφορες μεγαλόστομες διακηρύξεις περί «δημοσίου, γενικού, εθνικού» συμφέροντος. Αυτό που μόνιμα αποσιωπούν, είναι το κοινωνικό συμφέρον, το συμφέρον του κοινού. Αυτό συμβαίνει γιατί τα πολιτικά συστήματα της νεοτερικότητας δεν είναι καν αντιπροσωπευτικά. Αν ήταν αντιπροσωπευτικά, τότε εντολέας θα ήταν το κοινωνικό σώμα και σε αυτό θα έπρεπε να αναφέρεται ο φορέας της εξουσίας. Επειδή το σύστημα είναι προ-αντιπροσωπευτικό, ο φορέας της εξουσίας νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί διάφορες νεφελώδεις έννοιες όπως το δημόσιο, το γενικό ή το εθνικό συμφέρον και να παρακάμπτει το κοινωνικό συμφέρον ή την κοινωνική βούληση. Γι αυτές τις νεφελώδεις έννοιες ο φορέας της εξουσίας μπορεί και λειτουργεί ως αυθεντικός εκφραστής, κάτι που δε θα μπορούσε να κάνει με το συμφέρον της κοινωνίας και τη δική της βούληση. Δηλαδή η επίκληση του εθνικού συμφέροντος είναι μια μέθοδος για παράκαμψη του κοινωνικού συμφέροντος ή της κοινωνικής βούλησης.
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό ο κ. Μπράουν εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του έθνους και εκφραστής της θέλησής του. Ή γενικεύοντας, θα πούμε ότι το κράτος, η πολιτική τάξη αντιπροσωπεύει το έθνος και όχι την κοινωνία. Δηλαδή απευθύνονται στην κοινωνία για να τους νομιμοποιήσει με την ψήφο της στην εξουσία του κράτους και στη συνέχεια, αυτονομούνται απέναντι στην κοινωνία γιατί εκπροσωπούν το έθνος!!! Και έτσι νομιμοποιούνται να παίρνουν αποφάσεις υπερ του έθνους αλλά και εναντίον της κοινωνίας!!!Αυτή είναι η λογική των πολιτικών συστημάτων της νεοτερικότητας.
Η προβολή της θέσης από την κυβέρνηση του κ. Μπράουν για την επιβολή λογοκρισίας στα ΜΜΕ για χάρη του εθνικού συμφέροντος είναι παραπλανητική στη διατύπωσή της. Ο κ. Μπράουν εξελέγη στην εξουσία από τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και μόνο σε αυτή μπορεί να αναφέρεται. Δηλαδή ο κ. Μπράουν οφείλει να εξηγήσει στα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας και όχι του έθνους, γιατί είναι προς το συμφέρον τους να μην ενημερώνονται για κάποια θέματα, γιατί η έλλειψη διαφάνειας είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας. Οφείλει να εξηγήσει από ποιον θα κινδυνεύει η κοινωνία, αν τα μέλη της γνωρίζουν. Υπάρχει μήπως ο κίνδυνος τα μέλη της κοινωνίας να στραφούν εναντίον του εαυτού τους; Και τι κατοχυρώνει ότι ο ίδιος ο κ. Μπράουν γνωρίζοντας μόνο αυτός, δε θα εξυπηρετήσει αλλότρια συμφέροντα αλλά το συμφέρον της κοινωνίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί;
Η επίκληση λοιπόν από τον κ. Μπράουν και από τον όποιο «Μπράουν» του λεγόμενου εθνικού συμφέροντος έχει ως στόχο την αυτονόμηση της εξουσίας έναντι της κοινωνίας, την περιθωριοποίηση της κοινωνίας και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας. Η επιβολή δε λογοκρισίας στα ΜΜΕ για χάρη του λεγόμενου εθνικού συμφέροντος υποδηλώνει απλώς την ανάγκη της ολιγαρχίας στον παρόντα χρόνο, η κοινωνία να μην ενημερώνεται για κάποια θέματα. Και ο λόγος είναι γιατί η ενημέρωσή της, θα προκαλέσει και την αντίδρασή της. Γι αυτό και οι φορείς της εξουσίας επιλέγουν το δρόμο της αδιαφάνειας ή και του σκοταδισμού.
Στη Βρετανία, με επίκληση της τρομοκρατίας έχει στηθεί το μεγαλύτερο σύστημα επιτήρησης των πολιτών σε βαθμό που οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαμαρτύρονται για καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων.
Τώρα με την επίκληση του εθνικού συμφέροντος η κυβέρνηση θέλει να ελέγξει την πληροφόρηση του πολίτη. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως προετοιμάζεται το κλίμα για λήψη επώδυνων αποφάσεων σε βάρος των πολίτων ή υπέρ κάποιων άλλων, πράγμα για το οποίο είναι αναγκαία η συσκότιση ή η παραπληρόφορηση του πολίτη.
Όταν ακούεις την κρατική εξουσία να μιλα για «εθνικό συμφέρον» , τότε σημαίνει ότι κάτι ετοιμάζει εν αγνοία ή σε βάρος της κοινωνίας. Δηλαδή η επίκληση του εθνικού συμφέροντος από την κρατική εξουσία είναι ένα παραμύθι για τους αφελείς.
Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008
Ολιγαρχικές πολιτειακές εμμονές Ελληνοκυπρίων
Σε κείμενό του στην εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ στις 8/11/2008 ο Κ. Βενιζέλου γράφει και τα εξής: «Η Εκλογή Προέδρου από ενιαίο κατάλογο στη λογική ένας πολίτης μια ψήφος, συνιστά τεκμήριο δημοκρατίας και έκφραση λαϊκής κυριαρχίας. Στην περίπτωση της Κύπρου αποτελεί σημαντικό ενοποιητικό στοιχείο για τις δύο κοινότητες.Η εκ περιτροπής προεδρία είναι ένα σύστημα εκλογής που δημιουργεί σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα και προβάλλει τις εθνολογικές διακρίσεις και διαιωνίζει το διαχωρισμό. Κοντολογής εδραιώνει το ρατσισμό»
Πόσο βάσιμα είναι όλα αυτά που αναφέρει ο κ. Βενιζέλου;
Πραγματικά στα νεότερα χρόνια με τα πολιτικά συστήματα που δημιουργήθηκαν, οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να νομιμοποιούν στην εξουσία του κράτους αυτόν που με βάση την αρχή της πλειοψηφίας αποφάσιζε ο λαός. Οι πολίτες για να αποκτήσουν αυτό το πολιτικό δικαίωμα στηρίχθηκαν στην αριθμητική ισότητα, ένας άνθρωπος μια ψήφος, ώστε να καταργήσουν το τιμικρατικό σύστημα που έθετε το τίμημα (περιουσία, εισόδημα) για να γίνουν μέλη της πολιτείας.Η δυνατότητα των πολιτών να νομιμοποιούν κάποιο στην εξουσία ονομάστηκε δημοκρατία, πιο πολύ ως αντιγραφή της λέξης από τη δημοκρατία των αρχαίων ελληνικών πόλεων παρά ως ουσία, δηλαδή ως περιεχόμενο.
Όσο για τη λαϊκή κυριαρχία αποτελεί έναν ευφημισμό γιατί στην ουσία ο πολίτης έχει ένα μόνο πολιτικό δικαίωμα, να μην έχει κανένα πολιτικό δικαίωμα. Και αυτό γιατί εξαναγκάζεται κάθε πέντε χρόνια να εκχωρεί την πολιτική του αρμοδιότητα σε αυτόν που θα κατέχει την εξουσία και ο ίδιος να ιδιωτεύει. Επομένως η λαϊκή κυριαρχία υπάρχει ως ρητορεία αφού όλες οι εξουσίες εκχωρήθηκαν στο κράτος και αυτό είναι ο κύριος επί της κοινωνίας και όχι ο πολίτης κύριος του πολιτικού συστήματος.
Η αναφορά ότι η ενιαία εκλογή θα αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο για τις δυο κοινότητες, αποτελεί αποκύημα της φαντασίας. Δηλαδή σήμερα η ενιαία εκλογή Προέδρου στην Κύπρο συμβάλλει στην ενοποίηση του λαού ή στο διχασμό του;
Η εκ περιτροπής προεδρία σε ένα προεδρικό σύστημα είναι τόσο αντιδημοκρατική όσο και η χωρίς περιτροπή. Με την έννοια ότι ο κάτοχος της εξουσίας του κράτους κατέχει την καθολική πολιτική αρμοδιότητα και η θέση της κοινωνίας δεν αλλάζει αν ο Πρόεδρος είναι Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση συνιστά μια μορφή προσωποπαγούς και μοναρχικής εξουσίας επί της κοινωνίας.
Το πολιτικό σύστημα μπορεί να δημιουργεί ή να μη δημιουργεί διακρίσεις. Η πραγματικότητα στην Κύπρο είναι πως υπάρχουν δύο κοινότητες που θεωρητικά επιθυμούν να συμμετέχουν και οι δυο στην άσκηση της εξουσίας για διαμόρφωση του κοινού καλού. Η κοινωνική πραγματικότητα δε συνιστά ούτε διάκριση ούτε ρατσισμό. Το πολιτικό σύστημα καλείται να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη της κοινωνίας.
Αν κάποιος υποστηρίξει ότι η κοινωνική πραγματικότητα δεν πρέπει να αποτυπώνεται στο πολιτικό σύστημα, τότε θα πρέπει να υποστηρίξει ποιου τα συμφέροντα θα εκφράζονται μέσα από το πολιτικό σύστημα. Και αν το πολιτικό σύστημα δε πρέπει να δημιουργηθεί από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους γιατί υπεισέρχεται η εθνοτική διάκριση, τότε ποιοι θα το δημιουργήσουν; Μήπως θα είναι θεόσταλτο;
Φυσικά κατεξοχήν ρατσιστική δεν είναι η εκ περιτροπής προεδρία αλλά η ενιαία εκλογή. Γιατί πίσω από αυτή την δήθεν δημοκρατική ευαισθησία, υπάρχει η κυρίαρχη αντίληψη της νεοτερικότητας για το ενιαίο κράτος, τη μια και αδιαίρετη κυριαρχία, τη μια και μοναδική ταυτότητα. Πίσω από αυτή τη λογική υποβόσκει η πονηρή σκέψη πως οι Ελληνοκύπριοι όντας πλειονότης θα πετύχουν να μετατρέψουν τους Τουρκοκύπριους σε πολιτική και εθνοτική μειονότητα. Ιστορικά η ενιαία εκλογή και το ενιαίο κράτος είναι αυτά που παρήγαγαν μειονότητες και αποκλεισμούς, ήταν δηλαδή κατεξοχήν ρατσιστικά.
Στην πολιτική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων του 5ου και 4ου π.Χ αιώνα η επιχειρηματολογία του κ. Βενιζέλου αλλά και του κ. Χριστόφια εντάσσονται στην ολιγαρχική ιδεολογία του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα. Και κάποιες από τις προσεγγίσεις του κ. Ταλάτ για αυτονομία των κοινοτήτων, συνοδική συγκρότηση της εξουσίας, πολυπολιτειακή και πολυταυτοτική κοινωνία είναι πιο κοντά στη δημοκρατική ιδεολογία των αρχαίων Ελλήνων!!!
Πόσο βάσιμα είναι όλα αυτά που αναφέρει ο κ. Βενιζέλου;
Πραγματικά στα νεότερα χρόνια με τα πολιτικά συστήματα που δημιουργήθηκαν, οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να νομιμοποιούν στην εξουσία του κράτους αυτόν που με βάση την αρχή της πλειοψηφίας αποφάσιζε ο λαός. Οι πολίτες για να αποκτήσουν αυτό το πολιτικό δικαίωμα στηρίχθηκαν στην αριθμητική ισότητα, ένας άνθρωπος μια ψήφος, ώστε να καταργήσουν το τιμικρατικό σύστημα που έθετε το τίμημα (περιουσία, εισόδημα) για να γίνουν μέλη της πολιτείας.Η δυνατότητα των πολιτών να νομιμοποιούν κάποιο στην εξουσία ονομάστηκε δημοκρατία, πιο πολύ ως αντιγραφή της λέξης από τη δημοκρατία των αρχαίων ελληνικών πόλεων παρά ως ουσία, δηλαδή ως περιεχόμενο.
Όσο για τη λαϊκή κυριαρχία αποτελεί έναν ευφημισμό γιατί στην ουσία ο πολίτης έχει ένα μόνο πολιτικό δικαίωμα, να μην έχει κανένα πολιτικό δικαίωμα. Και αυτό γιατί εξαναγκάζεται κάθε πέντε χρόνια να εκχωρεί την πολιτική του αρμοδιότητα σε αυτόν που θα κατέχει την εξουσία και ο ίδιος να ιδιωτεύει. Επομένως η λαϊκή κυριαρχία υπάρχει ως ρητορεία αφού όλες οι εξουσίες εκχωρήθηκαν στο κράτος και αυτό είναι ο κύριος επί της κοινωνίας και όχι ο πολίτης κύριος του πολιτικού συστήματος.
Η αναφορά ότι η ενιαία εκλογή θα αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο για τις δυο κοινότητες, αποτελεί αποκύημα της φαντασίας. Δηλαδή σήμερα η ενιαία εκλογή Προέδρου στην Κύπρο συμβάλλει στην ενοποίηση του λαού ή στο διχασμό του;
Η εκ περιτροπής προεδρία σε ένα προεδρικό σύστημα είναι τόσο αντιδημοκρατική όσο και η χωρίς περιτροπή. Με την έννοια ότι ο κάτοχος της εξουσίας του κράτους κατέχει την καθολική πολιτική αρμοδιότητα και η θέση της κοινωνίας δεν αλλάζει αν ο Πρόεδρος είναι Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση συνιστά μια μορφή προσωποπαγούς και μοναρχικής εξουσίας επί της κοινωνίας.
Το πολιτικό σύστημα μπορεί να δημιουργεί ή να μη δημιουργεί διακρίσεις. Η πραγματικότητα στην Κύπρο είναι πως υπάρχουν δύο κοινότητες που θεωρητικά επιθυμούν να συμμετέχουν και οι δυο στην άσκηση της εξουσίας για διαμόρφωση του κοινού καλού. Η κοινωνική πραγματικότητα δε συνιστά ούτε διάκριση ούτε ρατσισμό. Το πολιτικό σύστημα καλείται να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη της κοινωνίας.
Αν κάποιος υποστηρίξει ότι η κοινωνική πραγματικότητα δεν πρέπει να αποτυπώνεται στο πολιτικό σύστημα, τότε θα πρέπει να υποστηρίξει ποιου τα συμφέροντα θα εκφράζονται μέσα από το πολιτικό σύστημα. Και αν το πολιτικό σύστημα δε πρέπει να δημιουργηθεί από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους γιατί υπεισέρχεται η εθνοτική διάκριση, τότε ποιοι θα το δημιουργήσουν; Μήπως θα είναι θεόσταλτο;
Φυσικά κατεξοχήν ρατσιστική δεν είναι η εκ περιτροπής προεδρία αλλά η ενιαία εκλογή. Γιατί πίσω από αυτή την δήθεν δημοκρατική ευαισθησία, υπάρχει η κυρίαρχη αντίληψη της νεοτερικότητας για το ενιαίο κράτος, τη μια και αδιαίρετη κυριαρχία, τη μια και μοναδική ταυτότητα. Πίσω από αυτή τη λογική υποβόσκει η πονηρή σκέψη πως οι Ελληνοκύπριοι όντας πλειονότης θα πετύχουν να μετατρέψουν τους Τουρκοκύπριους σε πολιτική και εθνοτική μειονότητα. Ιστορικά η ενιαία εκλογή και το ενιαίο κράτος είναι αυτά που παρήγαγαν μειονότητες και αποκλεισμούς, ήταν δηλαδή κατεξοχήν ρατσιστικά.
Στην πολιτική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων του 5ου και 4ου π.Χ αιώνα η επιχειρηματολογία του κ. Βενιζέλου αλλά και του κ. Χριστόφια εντάσσονται στην ολιγαρχική ιδεολογία του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα. Και κάποιες από τις προσεγγίσεις του κ. Ταλάτ για αυτονομία των κοινοτήτων, συνοδική συγκρότηση της εξουσίας, πολυπολιτειακή και πολυταυτοτική κοινωνία είναι πιο κοντά στη δημοκρατική ιδεολογία των αρχαίων Ελλήνων!!!
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008
Χριστόφιας: "το προεδρικό συμβούλιο είναι ξένο σώμα για την Κύπρο". Είναι;
Σύμφωνα με τον τύπο (ΕΛΕΥΕΘΡΟΤΥΠΙΑ, 5/11/2008) ο Πρόεδρος Χριστόφιας σχολιάζοντας τις τουρκικές θέσεις για την κεντρική εξουσία υποστήριξε ότι «το προεδρικό συμβούλιο είναι ξένο σώμα για την Κύπρο».
Η αναφορά αυτή του Προέδρου μπορεί να προσεγγιστεί με πολλούς τρόπους.
Το προεδρικό συμβούλιο είναι στον παρόντα χρόνο ξένο σώμα για την Κύπρο. Αυτό είναι γεγονός με την έννοια ότι στον παρόντα χρόνο υπάρχει μια μορφή πολιτικού συστήματος διαφορετική, το προεδρικό σύστημα.Εννοείται στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Αυτό όμως υποδηλώνει ότι το προεδρικό σύστημα δεν πρέπει να αλλάξει γιατί οτιδήποτε άλλο αποτελεί ξένο σώμα; Η υιοθέτηση αυτής της λογικής είναι συντηρητική και αντιδραστική. Είναι η ίδια λογική που χρησιμοποιούσαν πάντοτε στην ιστορία οι όποιοι κάτοχοι της εξουσίας για να διατηρήσουν τα προνόμια τους.
Από την άλλη η προσέγγιση αυτή του Προέδρου υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για την Κύπρο και τους Κύπριους από το προεδρικό σύστημα. Και γιατί είναι το καλύτερο αυτό το είδος του πολιτικού συστήματος και όχι κάποιο άλλο; Ποιος το έχει αξιολογήσει και έχει αποφανθεί ότι είναι το καλύτερο; Επομένως είναι το καλύτερο σε σχέση με την κυρίαρχη άποψη που επιβάλλεται σήμερα από τα κόμματα των Ελληνοκυπρίων και όχι με βάση κάποιο αντικειμενικό κριτήριο.
Και τελικά ο κ.Χριστόφιας πέρα από αφορισμούς έχει υποχρέωση να εξηγήσει γιατί η προσωποπαγής εξουσία (προεδρικό σύστημα) είναι καλύτερη από το προεδρικό συμβούλιο (συνοδική συγκρότηση της εξουσίας); Και είναι καλύτερη για ποιον; Το λαό ή τους φορείς της εξουσίας (κόμματα);
Από την άλλη ιστορικά δεν επιβεβαιώνεται ο Πρόεδρος. Γιατί το προεδρικό σύστημα στην Κύπρο με την προσωποπαγή εξουσία και τους ανταγωνισμούς ήταν πηγή «κακών» για τους Κύπριους. Και το προεδρικό σύστημα στην Κύπρο δεν έγινε κατορθωτό να λειτουργήσει ουσιαστικά ως κεντρική πολιτεία των δύο κοινοτήτων.Και κατέρρευσε. Επομένως το προεδρικό σύστημα ως κοινή αναφορά των δύο κοινοτήτων είναι κάτι ξένο.
Από την άλλη η συνοδική συγκρότηση της εξουσίας στην Κύπρο, τουλάχιστον για τους Ελληνοκύπριους, δεν είναι και τόσο ξένη, όπως διατείνεται ο κ. Χριστόφιας. Το υπόμνημα των έξι δημάρχων της Κύπρου προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις 26 Οκτωβρίου 1959 – μια πρακτική σύνηθης ο συντονισμός των δημάρχων κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας – εκφράζει μια προσωποπαγή ή μια συνοδική αντίληψη για τη συγκρότηση του κοινού μας καλού;
Συμπερασματικά υποστηρίζω ότι η συνοδική συγκρότηση της εξουσίας ( προεδρικό συμβούλιο ) δεν είναι ξένη προς τους Κύπριους, όπως διατείνεται ο Πρόεδρος Χριστόφιας. Ξένο σώμα για τους Κύπριους ήταν το προεδρικό σύστημα. Γι αυτό και ο συμβιβασμός με το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα έγινε με τόσο επώδυνους όρους για το λαό.
Θεωρώ λοιπό τη θέση του Προέδρου ότι « το προεδρικό συμβούλιο είναι ξένο σώμα για την Κύπρο» ανιστόρητη. Ξένο σώμα για την Κύπρο ήταν το προσωποπαγές προεδρικό σύστημα.
Όμως το πιο ανησυχητικό είναι πως με τέτοιες ανεδαφικές προσεγγίσεις, όπως αυτή του Προέδρου, ουσιαστικά τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα η όποια λύση να καταστεί και λειτουργική. Θυμίζει το Μακάριο που υπέγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και πανηγύριζε: «νενικήκαμεν». Ύστερα ήθελε να προσαρμόσει τις συμφωνίες στις εθνοκρατικές και δυτικόφερτες αντιλήψεις του. Μια προσαρμογή που συνήδε με το κλίμα της εποχής αλλά ήταν έξω τελείως από την κυπριακή πραγματικότητα. Και το τίμημα ήταν βαρύ για όλους τους Κύπριους.
Η αναφορά αυτή του Προέδρου μπορεί να προσεγγιστεί με πολλούς τρόπους.
Το προεδρικό συμβούλιο είναι στον παρόντα χρόνο ξένο σώμα για την Κύπρο. Αυτό είναι γεγονός με την έννοια ότι στον παρόντα χρόνο υπάρχει μια μορφή πολιτικού συστήματος διαφορετική, το προεδρικό σύστημα.Εννοείται στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Αυτό όμως υποδηλώνει ότι το προεδρικό σύστημα δεν πρέπει να αλλάξει γιατί οτιδήποτε άλλο αποτελεί ξένο σώμα; Η υιοθέτηση αυτής της λογικής είναι συντηρητική και αντιδραστική. Είναι η ίδια λογική που χρησιμοποιούσαν πάντοτε στην ιστορία οι όποιοι κάτοχοι της εξουσίας για να διατηρήσουν τα προνόμια τους.
Από την άλλη η προσέγγιση αυτή του Προέδρου υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για την Κύπρο και τους Κύπριους από το προεδρικό σύστημα. Και γιατί είναι το καλύτερο αυτό το είδος του πολιτικού συστήματος και όχι κάποιο άλλο; Ποιος το έχει αξιολογήσει και έχει αποφανθεί ότι είναι το καλύτερο; Επομένως είναι το καλύτερο σε σχέση με την κυρίαρχη άποψη που επιβάλλεται σήμερα από τα κόμματα των Ελληνοκυπρίων και όχι με βάση κάποιο αντικειμενικό κριτήριο.
Και τελικά ο κ.Χριστόφιας πέρα από αφορισμούς έχει υποχρέωση να εξηγήσει γιατί η προσωποπαγής εξουσία (προεδρικό σύστημα) είναι καλύτερη από το προεδρικό συμβούλιο (συνοδική συγκρότηση της εξουσίας); Και είναι καλύτερη για ποιον; Το λαό ή τους φορείς της εξουσίας (κόμματα);
Από την άλλη ιστορικά δεν επιβεβαιώνεται ο Πρόεδρος. Γιατί το προεδρικό σύστημα στην Κύπρο με την προσωποπαγή εξουσία και τους ανταγωνισμούς ήταν πηγή «κακών» για τους Κύπριους. Και το προεδρικό σύστημα στην Κύπρο δεν έγινε κατορθωτό να λειτουργήσει ουσιαστικά ως κεντρική πολιτεία των δύο κοινοτήτων.Και κατέρρευσε. Επομένως το προεδρικό σύστημα ως κοινή αναφορά των δύο κοινοτήτων είναι κάτι ξένο.
Από την άλλη η συνοδική συγκρότηση της εξουσίας στην Κύπρο, τουλάχιστον για τους Ελληνοκύπριους, δεν είναι και τόσο ξένη, όπως διατείνεται ο κ. Χριστόφιας. Το υπόμνημα των έξι δημάρχων της Κύπρου προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις 26 Οκτωβρίου 1959 – μια πρακτική σύνηθης ο συντονισμός των δημάρχων κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας – εκφράζει μια προσωποπαγή ή μια συνοδική αντίληψη για τη συγκρότηση του κοινού μας καλού;
Συμπερασματικά υποστηρίζω ότι η συνοδική συγκρότηση της εξουσίας ( προεδρικό συμβούλιο ) δεν είναι ξένη προς τους Κύπριους, όπως διατείνεται ο Πρόεδρος Χριστόφιας. Ξένο σώμα για τους Κύπριους ήταν το προεδρικό σύστημα. Γι αυτό και ο συμβιβασμός με το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα έγινε με τόσο επώδυνους όρους για το λαό.
Θεωρώ λοιπό τη θέση του Προέδρου ότι « το προεδρικό συμβούλιο είναι ξένο σώμα για την Κύπρο» ανιστόρητη. Ξένο σώμα για την Κύπρο ήταν το προσωποπαγές προεδρικό σύστημα.
Όμως το πιο ανησυχητικό είναι πως με τέτοιες ανεδαφικές προσεγγίσεις, όπως αυτή του Προέδρου, ουσιαστικά τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα η όποια λύση να καταστεί και λειτουργική. Θυμίζει το Μακάριο που υπέγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και πανηγύριζε: «νενικήκαμεν». Ύστερα ήθελε να προσαρμόσει τις συμφωνίες στις εθνοκρατικές και δυτικόφερτες αντιλήψεις του. Μια προσαρμογή που συνήδε με το κλίμα της εποχής αλλά ήταν έξω τελείως από την κυπριακή πραγματικότητα. Και το τίμημα ήταν βαρύ για όλους τους Κύπριους.
Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008
Το κράτος "γέννησε" το έθνος;
Οι συζητήσεις για τις συλλογικές ταυτότητες, για τα έθνη και τους εθνικισμούς , τους εθνοκεντρισμούς και την ιστορία συνεχίζονται με αμείωτη ένταση. Στην Κύπρο οι αντιθέσεις έχουν ως αφετηρία την ιστορία, την εκπαίδευση και την συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Και οι μεν κόπτονται για τον κίνδυνο αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας απ΄το κράτος, ενώ οι δε με τη χρήση της εξουσίας του κράτους προσπαθούν να προσδώσουν ένα νέο περιεχόμενο στη συλλογική ταυτότητα.
Παρόλη την έντονη διαμάχη των δύο αντιτιθέμενων απόψεων, των «εθνικιστών» και των «αντι-εθνικιστών», από πολιτική άποψη έχουν την ίδια πολιτική βάση προσέγγισης της πραγματικότητας. Είναι δηλαδή και οι δύο απόψεις κρατοκεντρικές, δηλαδή φαίνεται να υποστηρίζουν ότι το κράτος «γέννησε» το έθνος.Η διαφορά τους εντοπίζεται στο αν το κράτος θα προσδώσει το άλφα ή βήτα περιεχόμενο στην εθνική ταυτότητα. Δηλαδή από πολιτική άποψη οι δύο αντιλήψεις ταυτίζονται.
Η αντίληψη ότι το κράτος γέννησε το έθνος εκπορεύεται από διανόηση της δύσης και αποτυπώνει ένα προβληματισμό για την πραγματικότητα που βίωσε η δυτική Ευρώπη στα νεότερα χρόνια, δηλαδή το λεγόμενο έθνος – κράτος. Το να αναγάγει όμως η επιστήμη ένα επιμέρους φαινόμενο σε κανόνα με καθολική εφαρμογή είναι και αντιεπιστημονικό και αντιδραστικό. Δηλαδή επειδή συνέβη στη δύση , δε σημαίνει ότι αναπαράγεται σε όλο τον πλανήτη κατά ομοιόμορφο τρόπο!!! Αυτή είναι μια ρατσιστική προσέγγιση.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, όταν διάφοροι διακινητές – ειδικοί και επιστήμονες – «της ιστορίας των νικητών» μεταφέρουν αυτούσιες τέτοιες αντιλήψεις και στην Κύπρο με αποτέλεσμα τη διαστρέβλωση και της τωρινής πραγματικότητας και της ιστορίας. Μια διαστρέβλωση που οδηγεί και σε μια λανθασμένη προσέγγιση της συνολικής κυπριακής κοινωνίας με αποτέλεσμα να επηρεάζουν αρνητικά τις όποιες προοπτικές επίλυσης του κυπριακού. Και οι εθνικιστές και οι αντιεθνικιστές είναι στην ουσία τους το ίδιο εθνικιστές εφόσον προσπαθούν να αναγάγουν την άποψή τους σε δόγμα με καθολική ισχύ στηριζόμενοι στην κρατική εξουσία και για να χειραγωγήσουν την κοινωνία.
Το κράτος γέννησε λοιπόν το έθνος;
Αυτή η άποψη όσο επιστημονική και να είναι, αποτελεί ταυτόχρονα και μια γελοιότητα για πολλούς λόγους.
Είναι γελοία γιατί υπονοεί ότι ότι αν διαλυθεί το κράτος, τότε θα εξαφανιστεί και το έθνος.
Είναι γελοία γιατί ταυτίζει το πολιτισμικό γεγονός με το πολιτικό γεγονός. Είναι ανιστόρητο να θεωρεί ότι η ύπαρξη ενός πολιτισμικού γεγονότος (το έθνος) υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται μια συστατική νομική πράξη για τη δημιουργία ενός κράτους. Δηλαδή μια κοινωνία θα πρέπει διατυπώσει με συστατική πράξη τη γένεση ενός κράτους και στη συνέχεια να διαμορφώσει την εθνική της ταυτότητα!!!
Είναι γελοία γιατί θεωρεί το έθνος ως τεχνητό δημιούργημα του κράτους, ως μια φαντασιακή σύλληψη, ως κάτι που συλλαμβάνεται από τη διάνοια κάποιων και στη συνέχεια εμφυτεύεται στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Είναι βαθιά αντιδημοκρατική γιατί θεωρεί ότι η κοινωνία ένα συνοθύλευμα άβουλων και αχειράφετων όντων που απλώς αποτελούν ενεργούμενα καθοδηγητών και κρατικών εξουσιών. Η κοινωνία δεν στοχάζεται, άρα δεν υπάρχει ως σώμα. Η κοινωνία δεν έχει συνείδηση, η αυτονομία και αυτοσυνειδησία της κοινωνίας αποτελούν απαγορευτικό πεδίο προσέγγισης της πραγματικότητας. Και όποιος αντείπει, έχει μια ψευδή συνείδηση του παρελθόντος.
Σε αντίθεση με τις πιο πάνω προσλήψεις της νεοτερικότητας ,η συλλογική ταυτότητα είναι συνυφασμένη με την ελευθερία του ανθρώπου. Ο ελεύθερος άνθρωπος στοχάζεται για το είναι του και την ύπαρξή του και τις σχέσεις του με τους άλλους. Η ανθρωποκεντρική ανάπτυξη στα νεόετρα χρόνια στη δύση, δηλαδή η υπόσκαψη της φεουδαρχίας δημιουργεί το έθνος. Αν το κράτος στη δύση οικειοποιήθηκε το έθνος για ποικίλους λόγους, αυτό δεν υποδηλώνει ότι κράτος γέννησε το έθνος.
Αυτό που το κράτος γέννησε στη δύση είναι ο εθνικισμός αφού οικειοποιήθηκε και το έθνος και το πολιτικό σύστημα αποκτώντας τόση δύναμη, ώστε οδηγήθηκε και στα εθνικά ξεκαθαρίσματα.
Οι δυτικές αντιλήψει περί έθνους –κράτους και ο διακινητές τους στην Κύπρο ουσιαστικά με τις προσλήψεις τους θέτουν ανάχωμα στη λύση του κυπριακού προβλήματος. Το κυπριακό πρόβλημα είναι πολιτικό και ως τέτοιο θα πρέπει να αντικρύζεται.Και εθνοτικές ομάδες αυτό που επιζητούν είναι να κατοχυρώσουν την ελευθερία τους - την αυτονομία τους -και όχι να έχουν εθνική ταυτότητα για μουσειακούς λόγους!!! Και ως πολιτικό πρόβλημα απαιτεί απαντήσεις πολιτικές: ποιο πολιτικό σύστημα στον παρόντα χρόνο μπορεί να κατοχυρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία για τα άτομα, τις εθνοτικές ομάδες και πιθανόν άλλες πολιτισμικές ή γεωγραφικές εκφράσεις; Κανένας πολίτης δεν πρόκειται να απορρίψει λύση που διευρύνει την ελευθερία του. Πολλοί φορείς της εξουσίας όμως μπορούν να απορρίψουν λύση που περιορίζει τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια τους. Το ζητούμενο λοιπόν είναι μια δημοκρατική λύση στο κυπριακό πρόβλημα.
Το πρόβλημα είναι ότι κανένας δεν την επιζητεί!!! Ο Χριστόφιας προτείνει προεδρικά συστήματα, ένα κατεξοχήν πολιτικό σύστημα κατάλοιπο της φεουδαρχίας!!!
Παρόλη την έντονη διαμάχη των δύο αντιτιθέμενων απόψεων, των «εθνικιστών» και των «αντι-εθνικιστών», από πολιτική άποψη έχουν την ίδια πολιτική βάση προσέγγισης της πραγματικότητας. Είναι δηλαδή και οι δύο απόψεις κρατοκεντρικές, δηλαδή φαίνεται να υποστηρίζουν ότι το κράτος «γέννησε» το έθνος.Η διαφορά τους εντοπίζεται στο αν το κράτος θα προσδώσει το άλφα ή βήτα περιεχόμενο στην εθνική ταυτότητα. Δηλαδή από πολιτική άποψη οι δύο αντιλήψεις ταυτίζονται.
Η αντίληψη ότι το κράτος γέννησε το έθνος εκπορεύεται από διανόηση της δύσης και αποτυπώνει ένα προβληματισμό για την πραγματικότητα που βίωσε η δυτική Ευρώπη στα νεότερα χρόνια, δηλαδή το λεγόμενο έθνος – κράτος. Το να αναγάγει όμως η επιστήμη ένα επιμέρους φαινόμενο σε κανόνα με καθολική εφαρμογή είναι και αντιεπιστημονικό και αντιδραστικό. Δηλαδή επειδή συνέβη στη δύση , δε σημαίνει ότι αναπαράγεται σε όλο τον πλανήτη κατά ομοιόμορφο τρόπο!!! Αυτή είναι μια ρατσιστική προσέγγιση.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, όταν διάφοροι διακινητές – ειδικοί και επιστήμονες – «της ιστορίας των νικητών» μεταφέρουν αυτούσιες τέτοιες αντιλήψεις και στην Κύπρο με αποτέλεσμα τη διαστρέβλωση και της τωρινής πραγματικότητας και της ιστορίας. Μια διαστρέβλωση που οδηγεί και σε μια λανθασμένη προσέγγιση της συνολικής κυπριακής κοινωνίας με αποτέλεσμα να επηρεάζουν αρνητικά τις όποιες προοπτικές επίλυσης του κυπριακού. Και οι εθνικιστές και οι αντιεθνικιστές είναι στην ουσία τους το ίδιο εθνικιστές εφόσον προσπαθούν να αναγάγουν την άποψή τους σε δόγμα με καθολική ισχύ στηριζόμενοι στην κρατική εξουσία και για να χειραγωγήσουν την κοινωνία.
Το κράτος γέννησε λοιπόν το έθνος;
Αυτή η άποψη όσο επιστημονική και να είναι, αποτελεί ταυτόχρονα και μια γελοιότητα για πολλούς λόγους.
Είναι γελοία γιατί υπονοεί ότι ότι αν διαλυθεί το κράτος, τότε θα εξαφανιστεί και το έθνος.
Είναι γελοία γιατί ταυτίζει το πολιτισμικό γεγονός με το πολιτικό γεγονός. Είναι ανιστόρητο να θεωρεί ότι η ύπαρξη ενός πολιτισμικού γεγονότος (το έθνος) υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται μια συστατική νομική πράξη για τη δημιουργία ενός κράτους. Δηλαδή μια κοινωνία θα πρέπει διατυπώσει με συστατική πράξη τη γένεση ενός κράτους και στη συνέχεια να διαμορφώσει την εθνική της ταυτότητα!!!
Είναι γελοία γιατί θεωρεί το έθνος ως τεχνητό δημιούργημα του κράτους, ως μια φαντασιακή σύλληψη, ως κάτι που συλλαμβάνεται από τη διάνοια κάποιων και στη συνέχεια εμφυτεύεται στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Είναι βαθιά αντιδημοκρατική γιατί θεωρεί ότι η κοινωνία ένα συνοθύλευμα άβουλων και αχειράφετων όντων που απλώς αποτελούν ενεργούμενα καθοδηγητών και κρατικών εξουσιών. Η κοινωνία δεν στοχάζεται, άρα δεν υπάρχει ως σώμα. Η κοινωνία δεν έχει συνείδηση, η αυτονομία και αυτοσυνειδησία της κοινωνίας αποτελούν απαγορευτικό πεδίο προσέγγισης της πραγματικότητας. Και όποιος αντείπει, έχει μια ψευδή συνείδηση του παρελθόντος.
Σε αντίθεση με τις πιο πάνω προσλήψεις της νεοτερικότητας ,η συλλογική ταυτότητα είναι συνυφασμένη με την ελευθερία του ανθρώπου. Ο ελεύθερος άνθρωπος στοχάζεται για το είναι του και την ύπαρξή του και τις σχέσεις του με τους άλλους. Η ανθρωποκεντρική ανάπτυξη στα νεόετρα χρόνια στη δύση, δηλαδή η υπόσκαψη της φεουδαρχίας δημιουργεί το έθνος. Αν το κράτος στη δύση οικειοποιήθηκε το έθνος για ποικίλους λόγους, αυτό δεν υποδηλώνει ότι κράτος γέννησε το έθνος.
Αυτό που το κράτος γέννησε στη δύση είναι ο εθνικισμός αφού οικειοποιήθηκε και το έθνος και το πολιτικό σύστημα αποκτώντας τόση δύναμη, ώστε οδηγήθηκε και στα εθνικά ξεκαθαρίσματα.
Οι δυτικές αντιλήψει περί έθνους –κράτους και ο διακινητές τους στην Κύπρο ουσιαστικά με τις προσλήψεις τους θέτουν ανάχωμα στη λύση του κυπριακού προβλήματος. Το κυπριακό πρόβλημα είναι πολιτικό και ως τέτοιο θα πρέπει να αντικρύζεται.Και εθνοτικές ομάδες αυτό που επιζητούν είναι να κατοχυρώσουν την ελευθερία τους - την αυτονομία τους -και όχι να έχουν εθνική ταυτότητα για μουσειακούς λόγους!!! Και ως πολιτικό πρόβλημα απαιτεί απαντήσεις πολιτικές: ποιο πολιτικό σύστημα στον παρόντα χρόνο μπορεί να κατοχυρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία για τα άτομα, τις εθνοτικές ομάδες και πιθανόν άλλες πολιτισμικές ή γεωγραφικές εκφράσεις; Κανένας πολίτης δεν πρόκειται να απορρίψει λύση που διευρύνει την ελευθερία του. Πολλοί φορείς της εξουσίας όμως μπορούν να απορρίψουν λύση που περιορίζει τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια τους. Το ζητούμενο λοιπόν είναι μια δημοκρατική λύση στο κυπριακό πρόβλημα.
Το πρόβλημα είναι ότι κανένας δεν την επιζητεί!!! Ο Χριστόφιας προτείνει προεδρικά συστήματα, ένα κατεξοχήν πολιτικό σύστημα κατάλοιπο της φεουδαρχίας!!!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)