Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014
Kυριαρχία ή ποιος θα είναι ο κυρίαρχος;
Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014
Ανακοινωθέν, ερμηνείες και απάτη
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014
Το «κοινό ανακοινωθέν» ως απάτη
Σάββατο 18 Μαΐου 2013
Ο κ. Αναστασιάδης, το κυπριακό και η διαιώνιση της απάτης
Δευτέρα 16 Μαΐου 2011
Ποιος είναι ο καλύτερος Πρόεδρος ή ζήτω ο κανένας Πρόεδρος
Το ζήτημα είναι όντως σοβαρό για τον κάθε εξουσιολάγνο.
Ποιος είναι ο λοιπόν ο πιο κατάλληλος για τη θέση του Προέδρου;
Ο κ. Κυπριανού δε δίνει απάντηση. Απλώς στα πλαίσια της πιο φτηνής προεκλογικής προπαγάνδας θέτει το ψευδο-δίλημμα: Ελληνοκύπριος δεξιός ή Τουρκοκύπριος αριστερός Πρόεδρος;
Το ΑΚΕΛ λοιπόν έχοντας υπερβεί τους εθνικισμούς σαφέστατα υποστηρίζει Τουρκοκύπριο αριστερό παρά Ελληνοκύπριο δεξιό Πρόεδρο. Έτσι για το ΑΚΕΛ το κύριο ζήτημα δεν είναι η εθνοτική καταγωγή αλλά η «ταξική» αναγωγή.
Αντί να αντιπαλεύουν οι εθνότητες να αντιπαλεύουν οι τάξεις ή προσδοκά το ΑΚΕΛ να περάσουμε από την εθνοτική σύγκρουση στην ταξική σύγκρουση. Όλη η φιλοσοφία του ΑΚΕΛ για τη διαδικασία και την επίλυση του κυπριακού προβλήματος στηρίζονται σε αυτή την απλουστευμένη λογική.
Από την πλευρά της γνώσης, αυτές οι προσεγγίσεις ανάγονται στον 19ο αιώνα και απλώς μεταφέρονται από το ΑΚΕΛ και στον 21ο αιώνα.
Πέρα από φαντασιακές προσεγγίσεις η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Και εξηγούμαι.
1.Είτε αριστερός είτε δεξιός Πρόεδρος είτε Ελληνοκύπριος είτε Τουρκοκύπριος είτε Αρμένης είτε Κινέζος, το κύριο χαρακτηριστικό του από πολιτική άποψη είναι το γεγονός ότι είναι Πρόεδρος, δηλαδή κατέχει ως ιδιοκτήτης την κρατική εξουσία , τίθεται υπεράνω του νόμου, απολαμβάνει πλούτου και προνομίων και εξυπηρετεί το ατομικό, το κομματικό και των συνδαιτημόνων το συμφέρον.
2.Όποιος και να είναι είναι ο Πρόεδρος η θέση του πολίτη, Ελληνοκύπριου/Τουρκοκύπριου/αριστερού/δεξιού δεν αλλάζει ποσώς. Η θέση των μελών της κοινωνίας είναι η ίδια.Άλλοι αποφασίζουν και άλλοι πληρώνουν.
Επομένως σκασίλα μου για την εθνοτική και ιδεολογική προέλευση του κάθε εξουσιαστή και εκμεταλλευτή της κοινωνίας.
3.Τι σημαίνει αριστερός και τι σημαίνει δεξιός σήμερα; Πέρα από τα παραμύθια που φτιάχνουν οι διακινητές των όρων, ποιο περιεχόμενο αποδίδουν και τι οραματιζόνται σε σχέση με την κοινωνία; Σε σχέση με την πρόσληψη της πολιτικής δεν έχουν καμία διαφορά, αφού υποστηρίζουν το ίδιο πολιτικό σύστημα, το προεδρικό. Σε σχέση με την οικονομία επίσης δεν έχουν καμία διαφορά, γιατί το λεγόμενο κοινωνικό κράτος είναι στόχος και των δύο. Ή το λεγόμενο κοινωνικό κράτος είναι κράτος, γι αυτό και υποστηρίχθηκε και από τους αριστερούς και από τους δεξιούς.
4.Η εμμονή του ΑΚΕΛ στο λεγόμενο προεδρικό σύστημα απλώς επιβεβαιωνει το συντηρητικό και αυταρχικό χαρακτήρα του κόμματος. Γιατί ο λεγόμενος Πρόεδρος είναι κληρονομιά της αγγλικής αποικιοκρατίας, του θεσμού του κυβερνήτη ως απομίμηση του προτύπου του-του απόλυτου Άγγλου μονάρχη. Θεωρώ ντροπή να υπάρχουν πολίτες που να υποστηρίζουν τέτοια πολιτικά συστήματα, κληρονομιά του μεσαίωνα.
5.Γι αυτό και το θεμελιώδες πολιτικό πρόβλημα δεν είναι το είδος του Προέδρου –μονάρχη στην Κύπρο. Το πολιτικό πρόβλημα είναι αν θα συνεχιστει η κληρονομιά της αποικιοκρατίας με το προεδρικό σύστημα. Το πρόβλημα είναι αν θα υπάρχει πρόεδρος και όχι το είδος του προέδρου.
6.Το πιο ανησυχητικό από όλα είναι το γεγονός πως το ΑΚΕΛ πιστεύει πως με μια άλλη διαδικασία συγκρότησης της εξουσίας θα καταστεί δυνατόν να ξεπεραστούν οι εθνοτικές διαφορές. Αυτά είναι φαντασιακές κατασκευές. Αυτό που θα συμβεί είναι ακριβώς το αντίθετο. Η διαδικασία συγκρότησης της εξουσίας όντας εθνοτική, θα μετατρέπει όλα τα υπαρκτά προβλήματα σε εθνοτικές διαφορές.
Οι εθνοτικές διαφορές ήδη ξεπερνιούνται στα πλαίσια της εξέλιξης του κοσμοσυστήματος και οι πολίτες τις αφομοιώνουν σταδιακά. Οι επιλογές του ΑΚΕΛ στηριγμένες σε εξουσιαστικές λογικές και πρακτικές απλώς θα τις ενισχύσουν και θα τις διαιωνίσουν.
Από την άλλη το ξεπέρασμα των εθνοτικών διαφορών προϋποθέτει τη δημιουργία ενός άλλου συνεκτικού στοιχείου των ανθρώπων, το οποίο θα προσμετρά στον παρόντα χρόνο πιο πολύ. Και το μόνο που μπορεί να ενισχυθεί ως συνεκτικός δεσμός πάνω από εθνότητες, είναι ο πολιτειακός δεσμός. Και αυτή η προοπτική όμως ακυρώνεται από το ΑΚΕΛ , αφού το πολιτικό σύστημα θα παραμείνει το ίδιο, το προεδρικό.
Στα ψευτο-διλήμματα των ολιγαρχικών του ΑΚΕΛ για το είδος του Πρόεδρου, η απάντηση είναι μία: ούτε αριστερό ούτε δεξιός ούτε Ελληνο-ούτε Τουρκο- πρόεδρος. Κανένας πρόεδρος, κανένα προεδρικό σύστημα. Περισσότερη ελευθερία στην κοινωνία μακριά από τους ποικιλόχρωμους προέδρους-δυνάστες και εκμεταλλευτές του λαού.
ΖΗΤΩ Ο ΚΑΝΕΝΑΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011
Οι διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπριακές προσεγγίσεις
Οι διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων με αφετηρία την οικονομική επιδείνωση της θέσης τους, οι δηλώσεις Ερντογάν δημιούργησαν ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους κάποιους προβληματισμούς.
Σε άρθρα και αναλύσεις προβάλλονται κυρίως δυο σχολές σκέψεις. Η πρώτη αντκρύζει τις διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων κυρίως ή μόνο στην οικονομική τους διάσταση. Αυτή η προσέγγιση είναι αφελής. Γιατί κανένα οικονομικό πρόβλημα δε λύνεται στο οικονομικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό. Ή διαφορετικά, οι Τουρκοκύπριοι αντιδρούν στις πολιτικές αποφάσεις της Τουρκίας για επιβολή οικονομικής λιτότητας ή και για άλλες ενέργειές της στα κατεχόμενα εδάφη.
Η δεύτερη σχολή σκέψης επικεντρώνεται στην πολιτική διάσταση των διαδηλώσεων σε συνάρτηση με τη λύση ή προοπτική λύσης του κυπριακού προβλήματος. Αυτή η δεύτερη σχολή σκέψης είναι ένα μωσαϊκό. Άλλοι επικεντρώνονται στην ανάγκη για «κοινούς αγώνες» για αποτίναξη της τουρκικής κατοχής, άλλοι θεωρούν ότι είναι η στιγμή να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους υπέρ της λύσης με την προβολή της θέσης ότι μόνο μέσα από τη λύση θα κατοχυρωθούν τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων και άλλοι προβάλλουν την άποψη ότι οι διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων δεν θα επηρεάσουν βραχυπρόθεσμα τις εξελίξεις στο κυπριακό.
Οι διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων έχουν πράγματι ως αφετηρία την επιδείνωση της οικονομικής τους θέσης ως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων της Άγκυρας. Όπως ο κάθε άνθρωπος ,έτσι και οι Τουρκοκύπριοι αντιδρούν σε τέτοιες επιλογές που επιβάλλονται απέξω και θεωρούν ότι είτε πρέπει ο εξωτερικός αφέντης θα πρέπει να αναθεωρήσει την οικονομική πολιτική του ή να τους αφήσει ήσυχους να διαχειριστούν οι ίδιοι τη μοίρα τους. Και διαδηλώνουν γιατί στο πολιτικό τους σύστημα, όπως και στο δικό μας, δεν έχουν άλλο μέσο πίεσης.
Οι οργισμένες αντιδράσεις του Τούρκου ηγεμόνα Ερντογάν προσέδωσαν άλλη διάσταση στο πρόβλημα. Ανέδειξε μια πραγματικότητα που οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να απέφευγαν να αντικρύσουν: ναι μεν είναι «κράτος» αλλά υποτελές στην Άγκυρα. Ως ένα υποτελές μόρφωμα που αποδέχονταν ή ανέχονταν οι Τουρκοκύπριοι, αυτονόητα αυτός που αποφασίζει για τα θέματα που το επηρεάζουν, είναι η Τουρκία. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το πολιτικό πρόβλημα αναδεικνύεται από τη στιγμή που συνειδητοποιείται από την τουρκοκυπριακή κοινωνία ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας δε συμβαδίζουν κατ΄ανάγκη με τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Ή η όποια ελευθερία κατακτήθηκε από τους Τουρκοκύπριους με την αρωγή της ομοεθνούς Τουρκίας απέναντι στους αλλοεθνείς περιορίζεται από την υποβάθμιση των υλικών όρων της ζωής.
Οι Τουρκοκύπριοι όντας μεινότητα στην Κύπρο επιδίωξαν με τη βοήθεια της Τουρκίας να μην μετατραπούν και σε πολιτική μειονότητα, δηλαδή να καθορίζει η ελληνοκυπριακή πλειονότητα το μέλλον τους. Στα πλαίσια του νεοτερικού εδαφικού έθνους κράτους επιδίωξαν το γεωγραφικό διαχωρισμό ως στοιχείον «εκ των ων ουκ ανευ» για την επιβίωσή τους στην Κύπρο ως ξεχωριστής εθνοτικής μονάδας.
Φυσικά αυτή η προσέγγιση σήμερα είναι προβληματική: από τη μια το εδαφικό κράτος αποδυναμώνεται λόγω παγκοσμιοποίησης και από την άλλη το επικοινωνιακό υπόβαθρο απεγκλωβίζεται από το έδαφος. Κυρίως όμως επιδεινώνεται η οικονομική θέση των ανθρώπων λόγω της επιβολής της οικονομικής αγοράς και της υποταγής της πολιτικής στα κελεύσματά της.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί νέες δυναμικές παγκοσμίως και επηρεάζει το κάθε έθνος και το κάθε κράτος: και τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Ο χρόνος αντίδρασης είναι συνυφασμένος με το βαθμό όξυνσης των επιπτώσεων στα μέλη μιας κοινωνίας και το βαθμό πολιτικής ανάπτυξής της.
Καταληκτικά κάποιες παραδοχές:
1.Οι Τουρκοκύπριοι δεν αγωνίζονται για να ξεφύγουν από την όποια υποτέλεια στην Άγκυρα και να υπαχθούν στην υποτέλεια των Ελληνοκυπρίων. Γι αυτό και εμμένουν καθολικά στη διαιώνιση των εγγυήσεων της Τουρκίας ακριβώς γιατί δεν εμπιστεύονται την ελληνοκυπριακή πολιτική και οικονομική ολιγαρχία. Γι αυτό και προβάλλουν την αντιφατική θέση «περί κυριαρχίας των δύο συνιστώντων κρατιδίων υπό την εγγύση της Τουρκίας»!!! Κυριαρχία ενός κράτους και εγγυήσεις από τρίτο κράτος συνιστούν μια αντιφατικότητα.
2.Το γεγονός ότι απουσιάζουν οι κοινοί αγώνες δεν είναι γιατί δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Είναι γιατί οι πολιτικές ηγεσίες οι οποίες μονοπωλούν τη διαχείριση του κυπριακού προβλήματος αδυνατούν να τα εκφράσουν. Βασικά οι πολιτικοί ηγέτες στις δυο πλευρές λειτουργούν ως αφέντες των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων και επιθυμούν να διαιωνίσουν ένα καθεστώς υποτακτικών τους. Επενδύουν αυτή την προοπτική με βαρύγδουπες κενολογίες περί «ενότητας του τόπου και του λαού», «πολιτική ισότητα» των εξουσιαστικών κοινοτικών μηχανισμών και ανισότητα των ανθρώπων και άλλα παραμύθια. Δηλαδή η λογική τους είναι καθαρά κομματοκεντρική και όχι ανθρωποκεντρική. Ή το συμφέρον του κόμματος υπέρκειται του συμφέροντος του κάθε μέλους και της κοινωνίας συνολικά.
3.Η σύγχρονη πραγματικότητα δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για τη λύση του κυπριακού. Όμως αν αυτές οι προϋποθέσεις θα αξιοποιηθούν, εξαρτάται όχι από το αν κάποιος επιθυμεί λύση, αλλά από το αν μπορεί να εκφράσει σε πολιτικό επίπεδο τις νέες συγκυρίες. Οι πολιτικές ηγέτες των δύο κοινοτήτων κατανοούν τον κόσμο και τον αποτυπώνουν σε πολιτική πρόταση με βάση την εθνοκρατική ιδεολογία των δύο παρελθόντων αιώνων. Η κοινωνία από την άλλη,μπορεί να μην έχει χρόνο να στοχαστεί, αλλά μονίμως αποστασιοποιείται από τις κομματικές οπισθοδρομήσεις, γιατί αντιλαμβάνεται είτε την αναξιοπιστία των πολιτικών είτε πως τα λόγια τους δε συνάδουν με τον βιούμενο τρόπο της ζωής τους. Μα το πιο σημαντικό της αποστασιοποίησης της κοινωνίας είναι γιατί δεν είδε κάποια πρόταση που να βελτιώνει τη ζωή του καθενός ανθρώπου και της κάθε συλλογικότητας σε αυτό τον τόπο, δηλαδή που να ανταποκρίνεται στις τωρινές και τις αυριανές της ανάγκες.Γι αυτό και οι ολιγαρχικοί κομματοκράτορες προβάλλουν τη θέση περί οδυνηρού συμβιβασμού, ακριβώς γιατί δεν έχουν όραμα για ένα καλύτερο μέλλον για όλους.Ή όποιος δεν έχει κάποια πολιτική πρόταση καλύτερη από το παρόν, προβάλλει το ρεαλισμό ως αναγνώριση των υπαρκτών δεδομένων. Τα οποία δεδομένα δεν ικανοποιούν κανένα, αλλά στο όνομα του ρεαλισμού πρέπει να τα υιοθετήσουμε. Αυτό συνιστά και την αποθέωση της πολιτικής βλακείας.
4. Ο ρεαλισμός στο παρόν σημαίνει αναγνώριση της πολιτικής πραγματικότητας με βάση τη δύναμη. Επομένως, η όποια λύση προωθείται, θα αποτυπώνει τους συσχετισμούς δύναμης. Αυτό στην πράξη σημαίνει ικανοποίηση των συμφερόντων της Αγγλίας και της Τουρκίας πρωταρχικά και, κατά δεύτερο λόγο, των κομματικών δυνάμεων που ηγεμονεύουν τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Το κοινό συμφέρον των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων θα απουσιάζει από την όποια λύση. Η διεθνής και τοπική ολιαγαρχία θα κατοχυρώσει τα συμφέροντά της και οι Ελληνόκυπριοι και Τουρκοκύπριου θα απολαμβάνουν την οδύνη τους στα πλαίσια του «οδυνηρού συμβιβασμού». Αυτό είναι το «όραμα» της διεθνούς και της τοπικής ολιγαρχίας, των ντόπιων και των διεθνών ηγεμόνων. Και η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή κοινωνία δεν ικανοποιούνται αυτονόητα από τέτοια οράματα ή πιο σωστά εφιάλτες. Και βρίσκουν τρόπους να εκφράσουν την αποστασιοποίηση τους από αυτές τις νέες βαρβαρότητες των νεκραναστημένων ηγεμόνων.
5.Οι αγώνες των Τουρκοκυπρίων για ελευθερία θα συνεχιστούν εκτός και αν απαμβλυνθεί η οικονομική και πολιτική καταπίεση την οποία βιώνουν. Φυσικά υπάρχει πάντοτε και η λύση της καταστολής ή του εκπατρισμού Από την άλλη, θα βιώνουν τη μοναξιά τους λόγω κυρίως της ανικανότητας της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας να στοχαστεί με βάση τις διεθνείς εξελίξεις και να αποτελεί ουσιαστική λύση για όλους η επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Θα ενεργεί προσχηματικά γιατί δεν μπορεί να στοχαστεί ουσιαστικά για το μέλλον μας,δηλαδή δημοκρατικά.
Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Τα χρονοδιαγράμματα, οι επιδιαιτησίες και άλλα κυπριακά "αγωνιστικά" παραμύθια
Η «αγωνιστική» κορώνα που προβάλλει σύσσωμη η κομματική ολιγαρχία στην Κύπρο είναι πως δεν αποδέχονται «ασφυκτικά χρονοδιάγραμματα και επιδιαιτησίες» στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού.Αυτά επαναλαμβάνουν και σήμερα (7/11/2010) τόσο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Ν. Κατσουρίδης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ο φιλελεύθερος» όσο και ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρ. Χριστοφίδης σε άρθρο του στην ίδια εφημερίδα.
Γιατί αυτή θαυμαστή ενότητα των κομμάτων στην Κύπρο σε σχέση με τη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού;
Και εδώ η ομοφωνία είναι εκπληκτική: «το πάθημα του 2004» - όπως γράφει και ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος. Δηλαδή το γεγονός ότι η κομματική ηγεσία αποδέχτηκε επιδιαιτησίες και χρονοδιαγράμματα στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού που είχε ως κατάληξη την υποβολή του σχεδίου Ανάν το 2004. Αυτό το γεγονός θεωρούν τα κόμματα σήμερα ότι ήταν ένα λάθος τους και δε θέλουν να επαναλάβουν «το πάθημα».Ή «το πάθημα του 2004 τους έγινε μάθημα».
Φυσικά αυτή η απλοϊκή λογική που σερβίρουν στα σοβαρά ή στα αστεία δεν έχει κάποια πολιτική βάση. Γιατί οι ίδιοι που σήμερα καταράζονται την επιδιαιτησία και τα χρονοδιαγράμματα, αν γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ευνοϊκό για τους Ελληνοκύπριους, θα το υποστήριζαν με πάθος.
Γιατί η επιδιαιτησία και τα χρονοδιαγράμματα το 2004 λειτούργησαν σε βάρος της ελληνοκυπριακής πλευράς, όχι λόγω κάποιας προκατάληψης ή αστοχίας των ξένων, αλλά λόγω των συσχετισμών δύναμης στο δεδομένο χρόνο. Αυτοί οι συσχετισμοί δύναμης και το βάρος κάθε πλευράς στη διεθνή πραγματικότητα καθόρισαν και τη στάση των τρίτων. Ή στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης αποτυπωνόταν η δύναμη της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον και η αδυναμία της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Επομένως το πρόβλημα για μια λύση διαφορετική από το σχέδιο Ανάν δεν είναι ούτε τα χρονοδιαγράμματα ούτε οι επιδιαιτησίες αλλά η αλλαγή στους συχετισμούς δύναμης ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή πλευρά και την Τουρκία.
Η δαιμονοποίηση της επιδιαιτησίας και των χρονοδιαγραμμάτων συμπληρώνεται-τουλάχιστον από το ΑΚΕΛ και την κυβέρνηση –με τη θέση ότι «η λύση θα είναι κυπριακής ιδιοκτησίας». Αυτή η θέση εκφράζεται πανηγυρικά και με κάθε ευκαιρία σε αντίθεση με τα χρονοδιαγράμματα και τις επιδιαιτησίες, κατασκευές ξενικής προέλευσης.
Αυτή η προσέγγιση είναι εξίσου αφελής με «το πάθημα» του 2004. Γιατί;
Πρώτον, οι τρίτοι ουδέποτε θα επέτρεπαν μια διαδικασία που θα τους απέκλειε από το είδος της λύσης εφόσον τα δικά τους συμφέροντα θα πρέπει να εκφραστούν στα πλαίσια μιας λύσης.
Δεύτερο, η τουρκοκυπριακή πλευρά είναι πλήρως εξαρτημένη από την Τουρκία. Επομένως η Τουρκία παρευρίσκεται και στη διαδικασία επίλυσης «κυπριακής ιδιοκτησίας».
Τρίτον, η βασιμότητα μιας τέτοιας θέσης προϋποθέτει την αποδοχή της από όλα τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη στο κυπριακό, κάτι που δεν έγινε.
Γι αυτό και το παραμύθι που έπλασαν οι ελληνοκύπριοι κομματάρχες αποτελεί μια φαντασιακή σύλληψη για λαϊκή κατανάλωση. Γιατί είτε με χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες είτε χωρίς και δεδομένου ότι στη διαδικασία οι ξένοι παρευρίσκονται ποικιλότροπα, η δυνατότητα λύσης είναι άμεσα συνυφασμένη – όπως και το 2004 – με τους υφιστάμενους συσχετισμούς δύναμης.
Με όλη αυτή τη ρητορία απλώς δημιουργείται μια εικόνα ότι τώρα η διαδικασία είναι διαφορετική. Είναι, δηλαδή, μια μέθοδος εξαπάτησης της κοινωνίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η κυβέρνηση προβάλλει κατά κόρον την δήθεν νέα διαδικασία αλλά επί της ουσίας κρατά εσκεμμένα στο σκοτάδι την κοινωνία. Η κατάσταση φτάνει στα όρια του γελοίου, αν αναλογιστεί κάποιος με πόση σοβαρότητα η κυβέρνηση προασπαθούσε να ελέγξει τις διαρροές από το εθνικό συμβούλιο σημαδεύοντας τα έγγραφα!!!
Η σκοταδιστική ρητορία των κυβερνώντων συμπληρώνεται με διακηρύξεις κενολόγες περί αρχών,δημοσίου συμφέροντος κλπ. ή με την κατακεραύνωση κάθε κριτικής προσέγγισης στο έργο της. Παράλληλα, φυσικά, φροντίζουν να εκφοβίζουν το λαό με τον κίνδυνο της διχοτόμησης και προβάλλοντας την ελπίδα της λύσης, μια τακτική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ο φόβος και η ελπίδα των υπηκόων).
Κοντολογής, οι κυβερνώντες ακολουθούν μια μεθοδολογία διαφορετική στη διαδικασία επίλυσης. Δεδομένου ότι αυτή διαδικασία είναι ενταγμένη στην υφιστάμενη πραγματικότητα, όπως αυτή εκφράζεται από τους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης, ουσιαστικά δεν έχουν άλλη επιλογή με τη ρητορία τους: να παρουσιάσουν τον παλιό ως καινούριο.
Σε σχέση με την ουσία του κυπριακού προβλήματος δεν υπάρχει κανένα απολύτως νέο δεδομένο σε σύγκριση με το 2004. Η φαιά ουσία της τοπικής και διεθνούς ολιγαρχίας εξαντλείται από κοινού στην επιβολή μιας λύσης επί των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων. Απλώς κάποιοι ανέλαβαν στην Κύπρο να νομιμοποιήσουν αυτές τις επιλογές με μια ρητορία εξαπάτησης της κοινωνίας.
Γιατί από άποψη ουσίας το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ θα μπορούσαν να κάνουν κάτι απλό: να πουν θαρρετά στην κοινωνία ποιες είναι οι θέσεις τους σε συνάρτηση με το «καταραμένο» σχέδιο Ανάν, αντί να ταλαιπωρούν τους πολίτες με δήθεν υψηλές διπλωματίες μυστικές και πονηριές. Αντί την απάτη να χρησιμοποιήσουν τον ορθό λόγο.Γιατί τους είναι τόσο δύσκολο; Πιστεύουν ότι μπορεί η όποια λύση να επιβιώσει στηριγμένη σε μια πρόσκαιρη εικονική πραγματικότητα; Το αντίθετο, και η όποια διάθεση της κοινωνίας για επίλυση του κυπριακού θα εξανεμιστεί από τη βεβαιότητα της αποκάλυψης της απάτης και της συνεπακόλουθης έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους ηγέτες της.
Η κομματική ολιγαρχία λοιπόν αντί να καταράζεται τα δικά της λάθη και να αυτοαθωώνεται δηλώνοντας με αγωνιστική διάθεση ότι δε θα δεχθεί χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες, καλό είναι να μας πληροφορήσουν τι έχουν κάνει για να ανατρέψουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δύναμης που ευνοούν την Τουρκία, ώστε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο από το σχέδιο Ανάν του 2004.Και αν δεν έχουν κάνει τίποτε, ποιοι νομίζουν ότι είναι και ασύστολα προπαγανδίζουν κενολογίες σε βάρος της κοινωνίας, την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπούν;
Υ.Γ. Και στην απάτη αποτυπώνονται οι συσχετισμοί δύναμης. Σε μια ιεραρχία δύναμης αυτονόητα εξαπατάς ,αλλά είσαι έτοιμος και να εξαπατηθείς. Και όταν εξαπατηθείς, μην φωνάζεις σαν μικρό παιδί, γιατί το ήξερες πως θα συμβεί. Η απάτη ευνοεί πάντοτε τον πιο ισχυρό. Γι αυτό και εφηύραν τη «μυστική διπλωματία» με αποκλεισμό των κοινωνιών από την ενημέρωση για τις εξελίξεις.
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Ν. Κατσουρίδης και ο νέος "πολιτισμικός" κίνδυνος
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ο φιλελεύθερος» στις 14 Μαρτίου 2010 ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Ν. Κατσουρίδης απαντώντας στο ερώτημα « Ο παράγοντας χρόνος πόσο επηρεάζει τις προσπάθειες για λύση;» ,υποστήριξε και το εξής:
«Κτίζεται μια απόσταση κυρίως πολιτισμική (ενν. ανάμεσα στις δυο κοινότητες ), τρόπου ζωής που είναι πολύ πιο επικίνδυνη, ακόμη και από τις όποιες εθνικιστικές διαφορές».
Η πιο πάνω αντίληψη του κ. Κατσουρίδη γεννά πολλές απορίες.
Αν ορίζεται ο πολιτισμός ως τρόπος ζωής, τότε ποτέ οι δυο κοινότητες δεν ήταν πιο κοντά σε σχέση με τον τρόπο ζωής τους. Εννοώ ότι στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης ο τρόπος ζωής των ανθρώπων ομοιογενοποιείται όσο ποτέ στο παρελθόν. Λίγο πολύ ο δυτικός τρόπος ζωής διαχέεται σε όλο τον πλάνητη. Δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους με φυσικό τον τρόπο. Η ομοιογενοποίηση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος είναι φυσικό να ομοιογενοποιεί και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Σίγουρα οι τωρινές γενιές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δεν έχουν άμεση επικοινωνία, όπως οι προηγούμενες γενιές. Αυτό είναι γεγονός. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι ο τρόπος ζωής τους είναι διαφορετικός. Όπως δε σημαίνει ότι ο τρόπος ζωής σε κάθε χώρα στη δύση είναι διαφορετικός, γιατί οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν άμεσα, με φυσικό τον τρόπο.
Αντίθετα, όντας όλοι μέρος του ίδιου συστήματος με κοινά χαρακτηριστικά και ορίζουσες από πολιτισμική άποψη είναι πιο κοντά παρά ποτέ στο παρελθόν.
Διαφορετικά, στις μέρες μας δεν είναι η φυσική επικοινωνία και επαφή που καθορίζει την ομοιόγενεια ή ετερογένεια του τρόπου ζωής. Ούτε και σημαίνει ότι στο παρελθόν, που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι είχαν φυσική επικοινωνία μεταξύ τους, η κυπριακή κοινωνία πολιτισμικά ήταν πιο ομοιογενής από ότι είναι σήμερα. Αντίθετα, στο παρελθόν, αν και υπήρχε φυσική επικοινωνία των δύο κοινοτήτων, ο τρόπος ζωής τους ήταν πολύ πιο διαφορετικός. Και το κατανοούσαν και οι μεν και οι δε.
Αν τώρα ο κ. Κατσουρίδης με τον όρο « πολιτισμική απόσταση» των δύο κοινοτήτων εννοεί τον πολιτικό πολιτισμό, δηλαδή τις πολιτικές αντιλήψεις των πολιτών στις δυο κοινότητες, τότε το πρόβλημα είναι διαφορετικό.
Αν θεωρήσουμε ότι ο τρόπος ζωής μιας κοινωνίας, αποτυπώνεται στο πολιτικό της σύστημα, τότε η διαπίστωση είναι πως οι δυο κοινότητες έχουν πανομοιότυπη μορφή πολιτικών συστημάτων και ιδίου τύπου συστήματα, δηλαδή κρατοκεντρικά.
Ακόμα και στο επίπεδο των πολιτικών αντιλήψεως σε πολιτικά προβλήματα, όπως το κυπριακό, δε φαίνεται να υπάρχει απόσταση, αν αναλογισθούμε – όπως αναφέρει ο κ. Κατσουρίδης - «το ποσοστό που ερωτοτροπεί με την ιδέα της μονιμοποίησης του στάτους κβο».
Η διαπίστωση του κ. Κατσουρίδη περί κτισίματος «πολιτισμικής απόστασης» των δύο κονοτήτων είναι ατεκμηρίωτη. Και γίνεται και επικίνδυνη, όταν συνοδεύεται και από κινδυνολογίες και συγκρίσεις για λαϊκή κατανάλωση.
Οι δυο κοινότητες στην Κύπρο, αν και διαχωρισμένες, ποτέ δε ήταν στο παρελθόν τόσο κοντά πολιτισμικά, όσο σήμερα. Το πολιτισμικό τους κεκτημένο τους επιβάλλει μια πρόσληψη της πολιτικής που επηρεάζει και τη στάση τους στο κυπριακό πρόβλημα. Και το κυπριακό πρόβλημα είναι πολιτικό. Αν τώρα η ανάγνωση της πραγματικότητας από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΑΚΕΛ Ν. Κατσουρίδη είναι λανθασμένη, τότε αναγκαστικά και οι χειρισμοί και οι προτάσεις που καταθέτει είναι φυσικό να διίστανται της εξέλιξης της κυπριακής κοινωνίας.Όμως γι αυτό δε φταίει η κυπριακή κοινωνία, η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο και το κόμμα του. Και αντί ο κ. Κατσουρίδης να προσπαθεί με βαρύγδουπες πολιτισμικές προσεγγίσεις να ενοχοποιήσει την κοινωνία ή μέρος της ανακαλύπτοντας πολιτισμικές αποστάσεις, είναι καλύτερο να ενοχοποιεί τον εαυτό του και την εξώφθαλμη ανεπάρκειά του στην κατανόηση της κυπριακής πραγματικότητας.
Σε τελική ανάλυση το κυπριακό πρόβλημα δεν ήταν ούτε είναι και σήμερα η πολιτισμική διάσταση των δύο κοινοτήτων. Το πρόβλημα ήταν και είναι πολιτικό. Όταν όμως ο κ. Κατσουρίδης ανακαλύπτει νέες διαφορές ανάμεσα στις δυο κοινότητες και κινδυνολογεί ασύστολα, αυτό είναι το πιο επικίνδυνο. Και για να μη βρεθούμε και σε διάσταση με τη λογική, ας θυμόμαστε ότι οι εκάστοτε ολιγαρχικοί κρατοκεντριστές είχαν μεγάλη εφευρικότητα στην ενοχοποίηση της κοινωνίας και την αθώωση της εξουσίας, εννοείται της αφεντιάς τους και προκειμένου να προωθήσουν τα ολιγαρχικά τους σχέδια.
Με το νέο κίνδυνο που ανακάλυψε ο κ. Κατσουρίδης, διαφαίνεται ένα νέο πεδίο δόξης και δράσης: να μας αλλάξουν τον τρόπο της ζωής μας για να εξαφανιστεί η κατά φαντασίαν πολιτισμική διάσταση των δυο κοινοτήτων!!!Έλεος!!!!!!!!!!!!!!!!
Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010
Υπόθεση Όραμς: Ο νόμος και η δύναμη
Με αφορμή την καταδικαστική απόφαση βρετανικού δικαστηρίου εναντίον του ζεύγου Όραμς, γιατί επενέβησαν παράνομα σε ιδιοκτησία Ελληνοκύπριου στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου – στη Λάπηθο- επανήλθαν στο προσκήνιο οι παραδοσιακές διαμάχες των Ελληνοκυπρίων,στις οποίες αντανακλώνται διαφορετικοί τρόποι σκέψης.
Η μια σχολή σκέψης υπερτονίζει τη νομική διάσταση του κυπριακού προβλήματος, ενώ η άλλη προσπαθεί να την υποβαθμίσει προβάλλοντας τη θέση ότι το κυπριακό είναι πολιτικό πρόβλημα. Αν κάποιος προσπαθήσει να κατανοήσει αυτές τις σχόλες σκέψεις, τότε το αδιέξοδο γίνεται εξώφθαλμο.
Ποια η σχέση του νόμου με την πολιτική;
Η πολιτική ως ρυθμιστική λειτουργία μιας κοινωνίας μπορεί να στηρίζεται στο νόμο ή όχι.
Και αν η πολιτική στηρίζεται στο νόμο, στη γραπτή σύμβαση που ρυθμίζει τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας, τότε η πολιτική ταυτίζεται με την εξουσία, δηλαδή την οριοθέτηση της δύναμης στη βάση περιορισμών που θέτει ο νόμος.
Αν η πολιτική στηρίζεται στη δύναμη, τότε επικρατούν οι συσχετισμοί δύναμης και η σύνθεση των συμφερόντων, ανάλογα με τη δύναμη των εμπλεκομένων μερών.
Στις διεθνείς σχέσεις αλλά και στο εσωτερικό των κρατών γενικά ο αδύνατος επικαλείται το νόμο για να προστατευθεί απέναντι στο δυνατό, ενώ ο δυνατός αποστρέφεται το νόμο , ώστε να μπορεί ανενόχλητα να επιβάλλει τη θέληση του, ως εκ της θέσεως της ισχύος του.
Σε αυτά τα πλαίσια οι δυο σχολές σκέψεις μπορούν να γίνουν κατανοητές. Ο υπερτονισμός της απόφασης του βρετανικού δικαστηρίου αντικατοπτρίζει μια λογική που εδράζεται στη θέση ότι ο αδύνατος έχει το νόμο ως μόνο όπλο για να ακυρώσει τη βούληση του δυνατού. Ή, η απόφαση του βρετανικού δικαστηρίου ακυρώνει τα όσα πέτυχε με τη χρήση της δύναμής της η Τουρκία σε βάρος των αδύνατων Ελληνοκυπρίων. Δηλαδή ο νόμος ακυρώνει τη χρήση δύναμης.
Από την άλλη, η υποβάθμιση της σημασίας της αποφάσης αντικατοπτρίζει μια λογική που εδράζεται στην παραδοχή ότι οι Ελληνοκύπριοι όντας η αδύνατη πλευρά είναι υποχρεωμένη να συμβιβαστεί με το δυνατό, με βάση τους συσχετισμούς δύναμης της κάθε πλευράς.
Η συγκεκριμενη περίπτωση της καταδίκης των Όραμς αναδεικνύει παράλληλα και τις αντιφάσεις των δύο σχολών σκέψης. Οι αντιφάσεις διαφαίνονται, αν διακρίνουμε το ατομικό από το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο. Σε ατομικό επίπεδο είναι γεγονός ότι λειτουργεί ο νόμος για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένας νόμος που δεν επιτρέπει στην πολιτική και οικονομική ολιγαρχία να απομειώσουν την ατομική ελευθερία των ανθρώπων. Όμως στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο – την ίδια στιγμή – επικρατούν οι συσχετισμοί δύναμης.
Διαφορετικά, αυτοί που υπερτονίζουν την απόφαση Όραμς, αντιφάσκουν με το γεγονός ότι στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο χρησιμοποιούν τη δύναμη και όχι το νόμο προκειμένου να επιβάλουν τη θέλησή τους. Ενώ αυτοί που την υποβαθμίζουν αντιφάσκουν με το γεγονός ότι ο νόμος προστατεύει καθολικά τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα ή φαίνεται να προωθούν την απομείωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη χρήση της δύναμής τους στο πολιτικό επίπεδο.Ή φαίνεται να προωθούν τη μεταφορά τη λογική της δύναμης από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο και στο ατομικό πεδίο.
Έτσι οι μεν επικαλούνται την πολιτική ως εξουσία - το νόμο- για να αντισταθμίσουν την αδυναμία τους απέναντι στην Τουρκία και στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και μη προτείνοντας κάτι για το μέλλον. Οι δε επικαλούνται την πολιτική ως δύναμη για να αντισταθμίσουν την αδυναμία τους να προστατεύσουν τα ατομικά δικαιώματα απέναντι στην Τουρκία και στο διεθνές περιβάλλον στα πλαίσια μιας λύσης.Η μια σχολή σκέψης προβάλλει το νόμο για να αποκρύψει την πολιτική αδυναμία και η άλλη πλευρά προβάλλει την πολιτική για να αποκρύψει την αδυναμία προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.
Όλες αυτές οι διαμάχες ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν το αδιέξοδο της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας των Ελληνοκυπρίων, που για 36 χρόνια κυριολεκτικά έπαιζε στις πλάτες ενός λαού αδυνατώντας να διαπραγματευθεί σοβαρά μια πρόταση για το μέλλον. Και χρησιμοποιούσαν ασύστολα τη δύναμή τους σε βάρος των πολιτών μέχρι που και οι ίδιοι έγιναν θύματα της δύναμης κάποιου πιο ισχυρού. Γνωρίζουν πολύ καλά το παιγνίδι της δύναμης. Γι αυτό, πέρα απο συνθήματα, όλοι είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με τη μια ή την άλλη μορφή λύσης. Αυτό που κύρια τους ενδιαφέρει δεν είναι ποιος θα ζημιώσει αλλά ποιος θα ωφεληθεί από το συμβιβασμό. Γιατί είναι δεδομένο ότι τη ζημιά θα την πληρώσουν οι κάτω, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Έτσι ο συμβιβασμός αποκτά μόνο μια μορφή: διαμοιρασμός λαφύρων ανάμεσα στους ολιγαρχικούς. Και η απληστία των δυνατών είναι παροιμιώδης σε τέτοια θέματα αρχής!!! Καλή δύναμη.
Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010
Περί ομοσπονδίας, δημοκρατίας και άλλων παραμυθιών
Η φράση «πιο δημοκρατική» είναι παραπλανητική. Γιατί ένα πολιτικό σύστημα είτε είναι είτε δεν είναι δημοκρατία. Δεν μπορεί να είναι ολίγον δημοκρατία κατά αναλογία του ολίγον έγκυος.
Ούτε το ενιαίο κράτος είναι δημοκρατία ούτε και η ομοσπονδία.
Και στα δύο πολιτικά σύστηματα η καθολική πολιτική αρμοδιότητα ανήκει στο κράτος. Αυτό κατέχει την πολιτική και έχει τη δυνατότητα τη βούλησή του να τη μετατρέπει σε νόμο με καθολική ισχύ επί της κοινωνίας. Το κράτος κατέχει και την κοινωνία. Η κοινωνία ενέχει ένα νομιμοποιητικό ρόλο στη επιλογή των φορέων της εξουσίας του κράτους. Η κοινωνία δεν αναγνωρίζεται ως συστατικό μέρος του πολιτικού συστήματος, ως δήμος. Απλώς ιδιωτεύει και το κράτος εγγυάται την ατομική ελευθερία των μέλων της και κάποια δικαιώματα.
Με τη λεγόμενη ομοσπονδία δεν αλλάζει η φύση του πολιτικού συστήματος. Αυτό παραμένει ιδιοκτησία του κράτους, του κυρίαρχου κράτους στο εσωτερικό του. Απλώς το ομόσπονδο κράτος είναι πιο φιλελεύθερο από το ενιαίο κράτος, γιατί ο κάτοχος της εξουσίας του κράτους εκχωρεί κάποιες αρμοδιότητες σε επαρχίες/περιφέρειες/πολιτείες/κρατίδια. Η παροχή αυτών των αρμοδιοτήτων γίνεται κατά ομοιόμορφο τρόπο και αναγνωρίζεται έτσι κάποιο είδος αυτοδιοίκησης σε γεωγραφικά ή εθνοτικά υποσύνολα της κοινωνίας του κράτους. Το πολιτικό σύστημα, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής, η θέση του πολίτη δε διαφοροποιείται σε σχέση με το ενιαίο κράτος. Γιατί οι αρμοδιότητες που παραχωρούνται σε υποσύνολα δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα της αυτοσυγκρότησης σε γεωγραφικό ή πολιτισμικό επίπεδο. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι εκχωρητέες από το κράτος εξουσία και είναι υποχρεωμένος ο κάτοχος αυτών των αρμοδιοτήτων να λειτουργεί ως προσάρτημα του κράτους.
Στην ομοσπονδία υπάρχει η ενιαία εξουσία του κράτους επί της κοινωνίας. Όμως αναγνωρίζουν οι κάτοχοι της εξουσίας ότι η κοινωνία δεν είναι ενιαία πολιτισμικά – ομοιογενής - και παρέχουν κάποιες αρμοδιότητες στις εθνοτικές ομάδες. Οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν και τη συγκρότηση της ενιαίας εξουσίας. Οι διάφορες παραλλαγές συγκρότησης της κρατικής εξουσίας στο ομόσπονδο κράτος αποτυπώνουν τους εσωτερικούς συσχετισμούς δύναμης. Οι συσχετισμοί αυτοί δύναμης δεν εκφεύγουν της λογικής του ενιαίου κράτους και της ενιαίας εξουσίας. Ουσιαστικά και στην ομοσπονδία το πρόβλημα είναι ο διαμοιρασμός της εξουσίας, που στη φάση που διερχόμαστε, μεταφράζεται σε διαμοιρασμό της εξουσίας ανάμεσα στα κόμματα.
Και στο ενιαίο κράτος και στην ομοσπονδία η δόμηση της πολιτικής είναι εξουσιαστική.Γι αυτό και δεν διαφοροποιείται η θέση του ατόμου και της κοινωνίας σε σχέση με την πολιτική. Και το ενιαίο κράτος και η ομοσπονδία ουδεμία σχέση έχουν με τη δημοκρατία.
Σε κάθε περίπτωση η δημοκρατία είναι ασύμβατη με το εξουσιαστικό φαινόμενο και βασική προϋπόθεση για την προώθησή της αποτελεί η παροχή της δυνατότητας στο πολιτισμικά διαφορετικό να αυτοπραγματώνεται, δηλαδή να είναι αυτόνομο. Όμως αυτή η προσέγγιση , δηλαδή η δημοκρατική, εδράζεται στην αντίληψη ότι κριτήριο της πολιτειακής οργάνωσης είναι η η ελευθερία. Η πολιτική ελευθερία στη δημοκρατία αναγνωρίζει το δικαίωμα της αυτοσυγκρότησης εντός του όλου. Στη δημοκρατία κάθε άλλη προσέγγιση είναι ασύμβατη με την ελευθερία και απορρίπτεται.Στη δημοκρατία η πολιτική απορροφάται από την κοινωνία και έτσι το πολιτικό σύστημα αποδεσμεύεται από το κράτος και αποδίδεται στη σύνολη κοινωνία των πολιτών.
Σε αυτά τα πλαίσια και στην παρούσα φάση του κυπριακού η δημοκρατία δεν υπεισέρχεται ούτε ως προβληματισμός. Η πολιτική εκλαμβάνεται όχι ως ελευθερία αλλά ως δύναμη ή εξουσία. Γι αυτό και οι φορείς της εξουσίας των δύο κοινοτήτων – ιδιαίτερα οι Ελληνοκύπριοι - επικεντρώνονται στον τρόπο διαμοιαρασμού των λαφύρων του κράτους. Η νομιμοποίηση τους στην εξουσία του ομόσπονδου κράτους αποτελεί απλώς ένα τεχνικό πρόβλημα. Η κοινωνία θα συνεχίσει να είναι η υπήκοος κοινωνία του κράτους.Δηλαδή θα κατέχεται από το κράτος και τους φορείς της εξουσίας του.
Αυτές οι αντιδημοκρατικές αντιλήψεις σίγουρα συμβαδίζουν με το συμφέρον των ιδιοκτητών του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, δηλαδή της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας. Δε συμβαδίζουν με το συμφέρον της κοινωνίας αλλά ούτε και με το στάδιο της ανθρωποκεντρικής της εξέλιξης. Γι αυτό και οι τόσες δυσκολίες στην προώθηση μιας λύσης.Όχι τόσο γιατί είναι δύσκολο το πρόβλημα. Αλλά γιατί καθίσταται δύσκολο λόγω της εμμονής της ολιγαρχίας να κατοχυρώσει τα υφιστάμενα συμφέροντά της και μετά τη λύση. Μια κατοχύρωση, που αν επιτευχθεί, θα τη φέρει αντιμέτωπη με την κοινωνία ακόμα και μετά τη «λύση». Η παράμετρος κοινωνία θα είναι η καθοριστική στην όποια λύση και όχι οι διάφορες ανοησίες των πολιτικών και των κομμάτων, που αδυνατούν να ξεφύγουν από το ατομικό και κομματικό συμφέρον.
Φυσικά ο ολοκληρωτισμός και ο φασισμός ιστορικά είναι ταυτισμένοι με την εξουσία του κράτους και τους φορείς του. Η φίμωση της κοινωνίας αποτελεί μια «δελεαστική λύση», μια εναλλακτική επιλογή της ολιγαρχικής και αντιδημοκρατικής ιδεολογίας και των συνεπακόλουθων δεσποτικών αντιλήψεων των φορέων τους.
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009
Πολιτικό σύστημα και σταθμισμένη ψήφος: σταθμίζουν το λαό για να ενιαιοποιήσουν την εξουσία τους
Δηλαδή στην πράξη καταργείται κατά ένα μέρος η ατομικότητα, η αμεσότητα και η ισότητα της ψήφου.Στη θέση της υπεισέρχεται η ομαδική ψήφος , μια ομαδοποίηση που γίνεται στη βάση ενός φυλετικού διαχωρισμού.
Δηλαδή αποδομείται το μοναδικό πολιτικό δικαίωμα που έχουν οι πολίτες –να νομιμοποιούν κάποιο στην εξουσία – με βάση μιας ανάγκης της εξουσίας. Μια ανάγκη που εδράζεται στη λογική της ενιαίας και κυρίαρχης εξουσίας. Αν το πούμε διαφορετικά, προκειμένου να υπάρχει ενιαία και κυρίαρχη εξουσία, απομειώνεται το ατομικό δικαίωμα της ψήφου που αποτελεί τη βάση της, έστω στιγμιαίας ,εμπλοκής του πολίτη στην πολιτική.
Διαφορετικά, αντιστρέφεται η λογική της πολιτικής εξέλιξης. Δηλαδή αντί η εξουσία να προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας, η κοινωνία προσαρμόζεται στις ανάγκες της εξουσίας.
Ή αν το πούμε διαφορετικά, προκειμένου να υπάρχει πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, καταργείται η πολιτική ισότητα των πολιτών!!!
Αυτή η αντίληψη συνιστά απλώς μια προσέγγισης της εκλογικής διαδικασίας από το φορέα της εξουσίας. Και ο φορέας της εξουσίας γνωρίζει πολύ καλά ότι στα εξουσιαστικά συστήματα το εκλογικό σύστημα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό ποιος θα είναι κυβέρνηση και ποιος θα είναι αντιπολίτευση. Και φυσικά φροντίζει για τη διαιώνιση της εξουσίας του και όχι για το συμφέρον του λαού. Φυσικά στο λαό πουλά ενότητα και προσδοκίες για να αποκρύψει τις δόλιες επιδιώξεις του σε βάρος του λαού.
Γι αυτό και αυτές οι προσεγγίσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πρόοδο και τη δημοκρατία, αλλά αποτελούν δεσποτικά κατάλοιπα που αναβιώνουν στις μέρες μας από τις δυνάμεις που επιθυμούν να καταδυναστεύουν τους λαούς. Και η «επιχειρηματολογία» που τις υποστηρίζει εδράζεται σε ένα πλήθος ανοητολογιών – θεωρητικών και πραγματολογικών- που απλώς φανερώνουν τη γνωσιολογική ανεπάρκεια και τη δεσποτική λογική των εμπνευστών.
Κοντολογής, η αντίληψη ότι η ενιαία κρατική εξουσία επιφέρει και ενότητα του λαού δεν αποδεικνύεται ιστορικά και επιστημονικά. Και ευτυχώς γιατί «το τέλος της ιστορίας» θα είχε ανακαλυφθεί προ πολλού. Είναι αποκύημα μιας φαντασίωσης.Και σε φαντασιώσεις δεν μπορεί να στηρίξει το μέλλον της η σύνολη κυπριακή κοινωνία. Στη φτηνή προπαγάνδα όμως μπορούν οι εξουσιαστές ολιγαρχικοί να στηρίξουν τη διαίωνιση της εξουσίας τους σε βάρος της κοινωνίας.
Και η παρούσα διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στα κόμματα για το συγκεκριμένο θέμα ουδόλως αφορά το συμφέρον του λαού, αλλά συνιστά αντιπαράθεση για τη νομή της εξουσίας σε ένα μελλοντικό πολιτικό σύστημα, ποιος ευνοείται και ποιος όχι με το εκλογικό σύστημα. Αυτή η κυρίαρχη λογική προδιαγράφει και τη βιωσιμότητα της όποιας λύσης.
Φυσικά αυτονόητα προκύπτει για απάντηση και το ερώτημα: γιατί «σταθμίζουν το λαό για να ενοποιήσουν την εξουσία» και «δε σταθμίζουν την εξουσία για να ενοποιήσουν το λαό»; Ε, ρε κομματάρχες, τι σκαρφίζεται το μυαλό σας!!! Η αυτοσυντήρησή σας είναι το πρόβλημα και όχι η ενότητα του λαού. Ούτως ή άλλως η ύπαρξή σας στηρίζεται στο διχασμό του λαού προκειμένου να νέμεστε σε βάρος του πλούτο, προνόμια και εξουσία.
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009
Οι πιθανες λύσεις του κυπριακού προβλήματος ή η δυστυχία του να είσαι Κύπριος
Προσπάθησα να καταγράψω όλες τις πιθανές λύσεις του κυπριακού προβλήματος σε μια προσπάθεια να κατανοήσω την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που διαμορφώνεται είτε από την εξουσία –τοπική και διεθνή- στο επίπεδο των συνομιλιών είτε από την ίδια τη δυναμική της κοινωνίας στο συγκεκριμένο χώρο.
Λοιπόν, υπάρχει τόση ποικιλία επιλογών που πιστεύω μπορεί να ικανοποιηθεί κάθε γούστο.
Ποιες είναι οι πιθανές λύσεις με βάση το προβαλλόμενο σκηνικό;
- Το κράτος που θα δημιουργηθεί να είναι κυρίαρχο έναντι των άλλων κρατών, δηλαδή να είναι ελεύθερο έναντι τρίτου άλλου κράτους.Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι καταργούνται οι εγγυήσεις και οι συμμαχίες και συνθήκες εγκαθίδρυσης και πως αλλιώς τα λένε.
- Το κράτος που θα δημιουργηθεί να μην είναι κυρίαρχο έναντι των άλλων κρατών. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αναφερόμαστε σε ένα κράτος σχετικά κυρίαρχο με εγγυήσεις, συμμαχίες και συνθήκες εγκαθίδρυσης. Στην περίπτωση αυτή πάλι, αν οι εγγυήσεις κλπ. έχουν τυπικό χαρακτήρα, ως ανάμνηση ενός παρελθόντος, τότε το σχετικά κυρίαρχο κράτος μπορεί να ανακτήσει την κυριαρχία του έναντι των άλλων κρατών σε ένα μελλοντικό χρόνο. Αν όμως οι εγγυήσεις κλπ. έχουν ουσιαστικό χαρακτήρα , δηλαδή το μέλλον του κράτους συναρτάται με όρους και προϋποθέσεις που θέτουν κάποιοι τρίτοι, τότε το κράτος θα είναι απλώς αυτόνομο. Δηλαδή θα μπορεί να ρυθμίζει τα του οίκου του με κάποια ελευθερία όχι όμως και τη διεθνή παρουσία του.
- Το κράτος που θα δημιουργηθεί να είναι κυρίαρχο έναντι της κοινωνίας στο εσωτερικό του. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι επιλέγεται το ενιαίο κράτος ή το ομόσπονδο κράτος με ενιαία εξουσία επί της κοινωνίας. Είναι αυτό που επιδιώκει η κομματοκρατία στην Κύπρο και τα φερέφωνά της. Δηλαδή στοχεύουν μέσα από την ενιαία εκλογική διαδικασία να δοθεί από τη σύνολη κοινωνία η εξουσία στο κράτος και αυτό στη συνέχεια να δώσει κάποιες αρμοδιότητες στα κρατίδια.
- Το κράτος που θα δημιουργηθεί να μην είναι κυρίαρχο έναντι της κοινωνίας αλλά αντιπροσωπευτικό των δύο κοινοτήτων-κρατιδίων τα οποία εκχωρούν κάποιες αρμοδιότητες στο κεντρικό κράτος. Σε αυτή την περίπτωση η κυριαρχία ανήκει στα κρατίδια/κοινότητες. Είναι αυτό που επιδιώκουν οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες μέσα από τις προτάσεις τους για προεδρικό συμβούλιο αντιπροσωπευτικό των δύο κοινοτήτων/κρατιδίων ή εκλογή μέσα από τη γερουσία. Η φιλοσοφία των προτάσεων τους είναι η ίδια ανεξάρτητα από τις δηλώσεις του Προέδρου Χριστόφια «περί βελτίωσης και μετακίνησης της άλλης πλευράς».
- Να συνεχιστεί η υφιστάμενη πολιτική πραγματικότητα με την ύπαρξη ενός κράτους με διεθνή αναγνώριση, της Κυπριακής Δημοκρατίας, και παράλληλη διεθνή αναβάθμιση του μορφώματος που υπάρχει στην κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή. Είναι η λεγόμενη ταϊβανοποίηση.Η επιλογή αυτή δίνει τη δυνατότητα και σε μια μελλοντική επίλυση του προβλήματος στη βάση των τωρινών προτάσεων της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων.
- Να συνεχιστεί η υφιστάμενη πολιτική πραγματικότητα αλλά με διεθνή αναγνώριση δύο κρατών στην Κύπρο. Αυτό στην πράξη είναι δύσκολο υπό τις σημερινές συνθήκες, γιατί θα προκαλούσε επιπλοκές στο διεθνές σύστημα.
Αυτές οι πιθανές λύσεις πολλαπλασιάζονται αν συνδυαστεί με πολλούς τρόπους, σε περίπτωση επίλυσης του προβλήματος, η κυριαρχία του κράτους εντός και εκτός. Τότε δημιουργούνται και άλλες πιθανές συνδυαστικές λύσεις.
Διαλέγεται και παίρνεται. Λύσεις υπάρχουν πολλές!Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι να επιλέξεις την α ή β λύση. Το πρόβλημα είναι που οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν κατορθώσει από το 1959 ως σήμερα να διαμορφώσουν μια πρόταση για το κοινό μας σύμφερον. Αυτό από μόνο του είναι που υποσκάπτει την όποια προοπτική λύσης και όχι ο εθνικισμός και ο διεθνισμός, οι επανενωτικοί και οι διχοτομιστές και οι ποικίλες άλλες αφελείς συνθηματολογίες ή ετικετοποιήσεις. Το πρόβλημα ήταν και είναι η παροιμιώδης ανικανότητα των πολιτικών ηγετών.Πολιτικοί ηγέτες που στάθηκαν ανίκανοι να διαμορφώσουν μια πρόταση που να εκφράζει το συμφέρον της κοινωνίας συνολικά.Πολιτικοί ηγέτες που έθεταν πάντοτε το ατομικό και κομματικό συμφέρον πάνω από το συμφέρον της κοινωνίας. Η ίδια η ιστορική πραγματικότητα το επιβεβαιώνει.
Και όντας πονηροί δεν ομολογούν την εξώφθαλμη ανικανότητά τους. Αντίθετα, προσπαθούν να μας πείσουν με διάφορες συνθηματολογίες και ιδεολογήματα ότι για τα κακά που βρήκαν τον τόπο, φταίει η κοινωνία. Φταίει και η κοινωνία σε κάποιο βαθμό για το γεγονός ότι τους ενεπιστεύθηκε το μέλλον της, χωρίς όμως να έχει κάποια άλλη διέξοδο. Αλλά την εξουσία άλλοι την είχαν και παλαιότερα και σήμερα.