Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Υπόθεση Όραμς: Ο νόμος και η δύναμη

Με αφορμή την καταδικαστική απόφαση βρετανικού δικαστηρίου εναντίον του ζεύγου Όραμς, γιατί επενέβησαν παράνομα σε ιδιοκτησία Ελληνοκύπριου στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου – στη Λάπηθο- επανήλθαν στο προσκήνιο οι παραδοσιακές διαμάχες των Ελληνοκυπρίων,στις οποίες αντανακλώνται διαφορετικοί τρόποι σκέψης.

Η μια σχολή σκέψης υπερτονίζει τη νομική διάσταση του κυπριακού προβλήματος, ενώ η άλλη προσπαθεί να την υποβαθμίσει προβάλλοντας τη θέση ότι το κυπριακό είναι πολιτικό πρόβλημα. Αν κάποιος προσπαθήσει να κατανοήσει αυτές τις σχόλες σκέψεις, τότε το αδιέξοδο γίνεται εξώφθαλμο.

Ποια η σχέση του νόμου με την πολιτική;

Η πολιτική ως ρυθμιστική λειτουργία μιας κοινωνίας μπορεί να στηρίζεται στο νόμο ή όχι.

Και αν η πολιτική στηρίζεται στο νόμο, στη γραπτή σύμβαση που ρυθμίζει τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας, τότε η πολιτική ταυτίζεται με την εξουσία, δηλαδή την οριοθέτηση της δύναμης στη βάση περιορισμών που θέτει ο νόμος.

Αν η πολιτική στηρίζεται στη δύναμη, τότε επικρατούν οι συσχετισμοί δύναμης και η σύνθεση των συμφερόντων, ανάλογα με τη δύναμη των εμπλεκομένων μερών.

Στις διεθνείς σχέσεις αλλά και στο εσωτερικό των κρατών γενικά ο αδύνατος επικαλείται το νόμο για να προστατευθεί απέναντι στο δυνατό, ενώ ο δυνατός αποστρέφεται το νόμο , ώστε να μπορεί ανενόχλητα να επιβάλλει τη θέληση του, ως εκ της θέσεως της ισχύος του.

Σε αυτά τα πλαίσια οι δυο σχολές σκέψεις μπορούν να γίνουν κατανοητές. Ο υπερτονισμός της απόφασης του βρετανικού δικαστηρίου αντικατοπτρίζει μια λογική που εδράζεται στη θέση ότι ο αδύνατος έχει το νόμο ως μόνο όπλο για να ακυρώσει τη βούληση του δυνατού. Ή, η απόφαση του βρετανικού δικαστηρίου ακυρώνει τα όσα πέτυχε με τη χρήση της δύναμής της η Τουρκία σε βάρος των αδύνατων Ελληνοκυπρίων. Δηλαδή ο νόμος ακυρώνει τη χρήση δύναμης.

Από την άλλη, η υποβάθμιση της σημασίας της αποφάσης αντικατοπτρίζει μια λογική που εδράζεται στην παραδοχή ότι οι Ελληνοκύπριοι όντας η αδύνατη πλευρά είναι υποχρεωμένη να συμβιβαστεί με το δυνατό, με βάση τους συσχετισμούς δύναμης της κάθε πλευράς.

Η συγκεκριμενη περίπτωση της καταδίκης των Όραμς αναδεικνύει παράλληλα και τις αντιφάσεις των δύο σχολών σκέψης. Οι αντιφάσεις διαφαίνονται, αν διακρίνουμε το ατομικό από το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο. Σε ατομικό επίπεδο είναι γεγονός ότι λειτουργεί ο νόμος για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένας νόμος που δεν επιτρέπει στην πολιτική και οικονομική ολιγαρχία να απομειώσουν την ατομική ελευθερία των ανθρώπων. Όμως στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο – την ίδια στιγμή – επικρατούν οι συσχετισμοί δύναμης.

Διαφορετικά, αυτοί που υπερτονίζουν την απόφαση Όραμς, αντιφάσκουν με το γεγονός ότι στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο χρησιμοποιούν τη δύναμη και όχι το νόμο προκειμένου να επιβάλουν τη θέλησή τους. Ενώ αυτοί που την υποβαθμίζουν αντιφάσκουν με το γεγονός ότι ο νόμος προστατεύει καθολικά τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα ή φαίνεται να προωθούν την απομείωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη χρήση της δύναμής τους στο πολιτικό επίπεδο.Ή φαίνεται να προωθούν τη μεταφορά τη λογική της δύναμης από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο και στο ατομικό πεδίο.

Έτσι οι μεν επικαλούνται την πολιτική ως εξουσία - το νόμο- για να αντισταθμίσουν την αδυναμία τους απέναντι στην Τουρκία και στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και μη προτείνοντας κάτι για το μέλλον. Οι δε επικαλούνται την πολιτική ως δύναμη για να αντισταθμίσουν την αδυναμία τους να προστατεύσουν τα ατομικά δικαιώματα απέναντι στην Τουρκία και στο διεθνές περιβάλλον στα πλαίσια μιας λύσης.Η μια σχολή σκέψης προβάλλει το νόμο για να αποκρύψει την πολιτική αδυναμία και η άλλη πλευρά προβάλλει την πολιτική για να αποκρύψει την αδυναμία προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.

Όλες αυτές οι διαμάχες ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν το αδιέξοδο της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας των Ελληνοκυπρίων, που για 36 χρόνια κυριολεκτικά έπαιζε στις πλάτες ενός λαού αδυνατώντας να διαπραγματευθεί σοβαρά μια πρόταση για το μέλλον. Και χρησιμοποιούσαν ασύστολα τη δύναμή τους σε βάρος των πολιτών μέχρι που και οι ίδιοι έγιναν θύματα της δύναμης κάποιου πιο ισχυρού. Γνωρίζουν πολύ καλά το παιγνίδι της δύναμης. Γι αυτό, πέρα απο συνθήματα, όλοι είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με τη μια ή την άλλη μορφή λύσης. Αυτό που κύρια τους ενδιαφέρει δεν είναι ποιος θα ζημιώσει αλλά ποιος θα ωφεληθεί από το συμβιβασμό. Γιατί είναι δεδομένο ότι τη ζημιά θα την πληρώσουν οι κάτω, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Έτσι ο συμβιβασμός αποκτά μόνο μια μορφή: διαμοιρασμός λαφύρων ανάμεσα στους ολιγαρχικούς. Και η απληστία των δυνατών είναι παροιμιώδης σε τέτοια θέματα αρχής!!! Καλή δύναμη.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Περί ανομίας στην κοινωνία της ζούγκλας

Ανομία, ζούγκλα, αποσύνθεση.Αυτή είναι η μόνιμη επωδός των πολιτικών με αφορμή τη δολοφονία του εκδότη Α. Χατζηκωστή.
Διερωτώμαι αν οι κύριοι πολιτικοί έχουν συνείδηση των όσων λένε.
Γιατί η κυπριακή κοινωνία-ζούγκλα - αν υπάρχει -δε δημιουργήθηκε από μόνή της ούτε και ελέω θεού. Κάποιοι κατέχουν το πολιτικό και το οικονομικό σύστημα και ρυθμίζουν τη λειτουργία της κοινωνίας.
Αν λοιπόν γίναμε ζούγκλα, καλό είναι οι πολιτικοί να φτύνουν στα μούτρα τους γιατί η πολιτικη ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στους ίδιους. Δηλαδή οι ικανότητές τους έφταναν μέχρι την οικοδόμηση μιας κοινωνίας της ανομίας-ζούγκλας.
Από την άλλη, ο κάθε λογικός άνθρωπος διερωτάται: όλοι αυτοί οι πολιτικοί δεν ντρέπονται να πολιτεύονται και να εκπροσωπούν μια κοινωνία-ζούγκλα; Για παράδειγμα, δεν είναι ντροπή να είσαι βουλευτής στην κοινωνία της ζούγκλας!
Φυσικά , πέρα από τα κροκοδείλια δάκρυα και τις κενολογίες οι κύριοι πολιτικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι ίδιοι είναι οι πρωτομάστορες της ανομίας-ζούγκλας. Μαζί με την οικονομική ολιγαρχία οικοδομούν ένα σύστημα στηριγμένο αποκλειστικά στη δύναμη και όχι στο νόμο και στο δίκαιο. Και ηδονίζονται με τη χρήση του πλούτου, των προνομίων και της εξουσίας, που απολαμβάνουν μαζί με τους καναλάρχες και το κεφάλαιο σε βάρος του λαού. Το νόμο της δύναμης ως τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας, δεν τον επέλεξε ο λαός. Τον επέβαλε η πολιτική και η οικονομική ολιγαρχία - τοπική και διεθνής -για την εξυπηρέτηση των ιδίων αυτής συμφερόντων.
Το πολιτικό πρόβλημα δημιουργείται όταν ο δημιουργός αποκηρύσσει το δημιούργημά του, ιδίως όταν αυτό λέγεται κοινωνία, ακόμα και της ζούγκλας!

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Περί ομοσπονδίας, δημοκρατίας και άλλων παραμυθιών

Είναι η ομοσπονδία πιο δημοκρατική από το ενιαίο κράτος;

Η φράση «πιο δημοκρατική» είναι παραπλανητική. Γιατί ένα πολιτικό σύστημα είτε είναι είτε δεν είναι δημοκρατία. Δεν μπορεί να είναι ολίγον δημοκρατία κατά αναλογία του ολίγον έγκυος.

Ούτε το ενιαίο κράτος είναι δημοκρατία ούτε και η ομοσπονδία.

Και στα δύο πολιτικά σύστηματα η καθολική πολιτική αρμοδιότητα ανήκει στο κράτος. Αυτό κατέχει την πολιτική και έχει τη δυνατότητα τη βούλησή του να τη μετατρέπει σε νόμο με καθολική ισχύ επί της κοινωνίας. Το κράτος κατέχει και την κοινωνία. Η κοινωνία ενέχει ένα νομιμοποιητικό ρόλο στη επιλογή των φορέων της εξουσίας του κράτους. Η κοινωνία δεν αναγνωρίζεται ως συστατικό μέρος του πολιτικού συστήματος, ως δήμος. Απλώς ιδιωτεύει και το κράτος εγγυάται την ατομική ελευθερία των μέλων της και κάποια δικαιώματα.

Με τη λεγόμενη ομοσπονδία δεν αλλάζει η φύση του πολιτικού συστήματος. Αυτό παραμένει ιδιοκτησία του κράτους, του κυρίαρχου κράτους στο εσωτερικό του. Απλώς το ομόσπονδο κράτος είναι πιο φιλελεύθερο από το ενιαίο κράτος, γιατί ο κάτοχος της εξουσίας του κράτους εκχωρεί κάποιες αρμοδιότητες σε επαρχίες/περιφέρειες/πολιτείες/κρατίδια. Η παροχή αυτών των αρμοδιοτήτων γίνεται κατά ομοιόμορφο τρόπο και αναγνωρίζεται έτσι κάποιο είδος αυτοδιοίκησης σε γεωγραφικά ή εθνοτικά υποσύνολα της κοινωνίας του κράτους. Το πολιτικό σύστημα, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής, η θέση του πολίτη δε διαφοροποιείται σε σχέση με το ενιαίο κράτος. Γιατί οι αρμοδιότητες που παραχωρούνται σε υποσύνολα δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα της αυτοσυγκρότησης σε γεωγραφικό ή πολιτισμικό επίπεδο. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι εκχωρητέες από το κράτος εξουσία και είναι υποχρεωμένος ο κάτοχος αυτών των αρμοδιοτήτων να λειτουργεί ως προσάρτημα του κράτους.

Στην ομοσπονδία υπάρχει η ενιαία εξουσία του κράτους επί της κοινωνίας. Όμως αναγνωρίζουν οι κάτοχοι της εξουσίας ότι η κοινωνία δεν είναι ενιαία πολιτισμικά – ομοιογενής - και παρέχουν κάποιες αρμοδιότητες στις εθνοτικές ομάδες. Οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν και τη συγκρότηση της ενιαίας εξουσίας. Οι διάφορες παραλλαγές συγκρότησης της κρατικής εξουσίας στο ομόσπονδο κράτος αποτυπώνουν τους εσωτερικούς συσχετισμούς δύναμης. Οι συσχετισμοί αυτοί δύναμης δεν εκφεύγουν της λογικής του ενιαίου κράτους και της ενιαίας εξουσίας. Ουσιαστικά και στην ομοσπονδία το πρόβλημα είναι ο διαμοιρασμός της εξουσίας, που στη φάση που διερχόμαστε, μεταφράζεται σε διαμοιρασμό της εξουσίας ανάμεσα στα κόμματα.

Και στο ενιαίο κράτος και στην ομοσπονδία η δόμηση της πολιτικής είναι εξουσιαστική.Γι αυτό και δεν διαφοροποιείται η θέση του ατόμου και της κοινωνίας σε σχέση με την πολιτική. Και το ενιαίο κράτος και η ομοσπονδία ουδεμία σχέση έχουν με τη δημοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση η δημοκρατία είναι ασύμβατη με το εξουσιαστικό φαινόμενο και βασική προϋπόθεση για την προώθησή της αποτελεί η παροχή της δυνατότητας στο πολιτισμικά διαφορετικό να αυτοπραγματώνεται, δηλαδή να είναι αυτόνομο. Όμως αυτή η προσέγγιση , δηλαδή η δημοκρατική, εδράζεται στην αντίληψη ότι κριτήριο της πολιτειακής οργάνωσης είναι η η ελευθερία. Η πολιτική ελευθερία στη δημοκρατία αναγνωρίζει το δικαίωμα της αυτοσυγκρότησης εντός του όλου. Στη δημοκρατία κάθε άλλη προσέγγιση είναι ασύμβατη με την ελευθερία και απορρίπτεται.Στη δημοκρατία η πολιτική απορροφάται από την κοινωνία και έτσι το πολιτικό σύστημα αποδεσμεύεται από το κράτος και αποδίδεται στη σύνολη κοινωνία των πολιτών.

Σε αυτά τα πλαίσια και στην παρούσα φάση του κυπριακού η δημοκρατία δεν υπεισέρχεται ούτε ως προβληματισμός. Η πολιτική εκλαμβάνεται όχι ως ελευθερία αλλά ως δύναμη ή εξουσία. Γι αυτό και οι φορείς της εξουσίας των δύο κοινοτήτων – ιδιαίτερα οι Ελληνοκύπριοι - επικεντρώνονται στον τρόπο διαμοιαρασμού των λαφύρων του κράτους. Η νομιμοποίηση τους στην εξουσία του ομόσπονδου κράτους αποτελεί απλώς ένα τεχνικό πρόβλημα. Η κοινωνία θα συνεχίσει να είναι η υπήκοος κοινωνία του κράτους.Δηλαδή θα κατέχεται από το κράτος και τους φορείς της εξουσίας του.

Αυτές οι αντιδημοκρατικές αντιλήψεις σίγουρα συμβαδίζουν με το συμφέρον των ιδιοκτητών του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, δηλαδή της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας. Δε συμβαδίζουν με το συμφέρον της κοινωνίας αλλά ούτε και με το στάδιο της ανθρωποκεντρικής της εξέλιξης. Γι αυτό και οι τόσες δυσκολίες στην προώθηση μιας λύσης.Όχι τόσο γιατί είναι δύσκολο το πρόβλημα. Αλλά γιατί καθίσταται δύσκολο λόγω της εμμονής της ολιγαρχίας να κατοχυρώσει τα υφιστάμενα συμφέροντά της και μετά τη λύση. Μια κατοχύρωση, που αν επιτευχθεί, θα τη φέρει αντιμέτωπη με την κοινωνία ακόμα και μετά τη «λύση». Η παράμετρος κοινωνία θα είναι η καθοριστική στην όποια λύση και όχι οι διάφορες ανοησίες των πολιτικών και των κομμάτων, που αδυνατούν να ξεφύγουν από το ατομικό και κομματικό συμφέρον.

Φυσικά ο ολοκληρωτισμός και ο φασισμός ιστορικά είναι ταυτισμένοι με την εξουσία του κράτους και τους φορείς του. Η φίμωση της κοινωνίας αποτελεί μια «δελεαστική λύση», μια εναλλακτική επιλογή της ολιγαρχικής και αντιδημοκρατικής ιδεολογίας και των συνεπακόλουθων δεσποτικών αντιλήψεων των φορέων τους.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ