Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Το σκασιαρχείο των βουλευτών, η υποβάθμιση της βουλής και η αναβάθμιση των ωφελημάτων

Συχνά, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, οι κοινοβουλετικές επιτροπές αναβάλλουν τις συνεδρίες τους γιατί πολλά από τα μέλη τους απουσιάζουν και δεν υπάρχει απαρτία. Το φαινόμενο είναι συνηθισμένο και συνυφασμένο με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Στη συνείδηση των βουλευτών το κοινοβουλευτικό έργο έχει απαξιωθεί. Γι αυτό λόγω έλλειψης χρόνου οι κ. βουλευτές αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Δηλαδή φαίνεται να έχει προτεραιότητα γι αυτούς το ιδωτικό ή κομματικό έργο και όχι το βουλευτικό.
Τελικά η βουλή από χώρος διαβούλευσης των εκπροσώπων του λαού έχει μετατραπεί σε χώρο συνάντησης εκπροσώπων των κομμάτων. Αυτή η λογική υποβάθμισε το ρόλο των βουλευτών και αναβάθμισε τό ρόλο της κομματικής γραφειοκρατίας.
Και από τη στιγμή που τα κόμματα ως μηχανισμοί λειτουργούν στο παρασκήνιο και ουσιαστικά εκεί λαμβάνονται οι αποφάσεις και οι ίδιοι οι βουλευτές δε βρίσκουν κάποιο νόημα να δώσουν στην παρουσία τους στη βουλή. Συνήθως προσέρχονται σε συνεδρίες όταν συζητείται κάποιο επίκαιρο θέμα με στόχο όχι να το επιλύσουν, αλλά να το αξιοποιήσουν για δημόσια προβολή στα ΜΜΕ.
Οι κομματικές λογικές ουσιαστικά δεν αφήνουν χώρο για αποτελεσματική λειτουργία της βουλής. Οι μεν υπάρχουν για να στηρίζουν την κυβέρνηση και οι δε βρίσκουν νόημα στο να καταφεύγουν στα ΜΜΕ και στο λαό με στόχο να πετύχουν την ανατροπή της στις επόμενες εκλογές. Η βουλή ως χώρος δημόσιας διαβούλευσης για το κοινό καλό έπαψε να υπάρχει.
Και η λεγόμενη διάκριση των εξουσιών για περιορισμό της αυθαιρεσία των κατόχων της ουσιαστικά υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Στην πράξη η εξουσία του κράτους έχει ενοποιηθεί στο πρόσωπο του κατόχου της «εκτελεστικής» εξουσίας του κράτους. Το πολιτικό σύστημα γίνεται όλο και πιο προσωποπαγές. Η δε βουλή έχει προ πολλού εγκαταλείψει το ρόλο της για έλεγχο της «εκτελεστικής» εξουσίας. Οι δε βουλευτές ανταγωνίζονται στην υποστήριξη του κυβερνητικού έργου!!!
Η κρίση του πολιτικού συστήματος θα ενταθεί και θα κορυφωθεί το παρασκήνιο, η διαπλοκή και η διαφθορά. Γιατί απαντήσεις πολιτικές στην κρίση δε δίνονται.
Την ίδια στιγμή όμως οι κύριοι βουλευτές απολαμβάνουν ωφελήματα που οι πολίτες δεν μπρούν να ονειρευτούν. Ωφελήματα που δε συνάδουν με την προσφορά τους για το κοινό καλό.
Τι ωφελήματα είχε ένας βουλευτής το 2007 ( σε κυπριακές λίρες);
Ετήσια αποζημίωση 20.700
Επίδομα παραστάσεως 12.300
Επίδομα για γραμματειακές υπηρεσίες 7.200
13ος μισθός 1.730
Οδοιπορικά 4.800
Ετήσιο εισόδημα 46.730 λίρες ή 3900 λίρες μηνιαίως.
Μέχρι το Μάιο του 2006
οι βουλευτές είχαν ετήσιες απολαβές 34.130 λίρες (2.709 μηνιαίως).
Αποφάσισαν να αυξήσουν το μισθό τους και μετά το Μάιο του 2006 οι ετήσιες απολαβές τους ανήλθαν στις 40.200 λίρες (3.230 μηνιαίως ).
Το 2007 με τον τιμάριθμο και την αύξηση μισθών και ημερομισθίων ανήλθαν στις 46.730 λίρες (3.900 μηνιαίως ).
Μέσα σε ένα σχεδόν χρόνο αυξήθηκαν οι μηνιαίες απολαβές τους κατά 1200 λίρες σχεδόν!!! Και τα επιδόματα είναι αφορολόγητα!!!
Και αναφερόμαστε σε μερική απασχόληση των κυριών βουλευτών!!! Δηλαδή έχουν εισοδήματα και από άλλες εργασίες τους !!!
Και ενώ το σύνταγμα ορίζει μια απλή αποζημίωση για τους κύριους βουλευτές , αφού το ζητούμενο είναι η προσφορά τους προς τους άλλους, τους πολίτες, αυτοί κατάφεραν να μετατραπούν στην πλέον προνομιούχα τάξη της κυπριακής κοινωνίας!!! Γιατί τα ωφελήματά τους δεν είναι μόνο αυτά!!!Υπάρχουν και άλλα!!!

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Μύθοι ελληνοκύπριων πολιτικών(2): Το κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής ή ο νόμος της δύναμης

Η επωδός είναι σταθερή των ελληνοκύπριων πολιτικών: «το κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής».
Καλά, πριν το 1974 δεν υπήρχε κυπριακό πρόβλημα; Τότε δημιουργήθηκε, με την εισβολή και την κατοχή;
Το κυπριακό πρόβλημα είναι σήμερα και πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Με την έννοια ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί το 1974 το νόμο της δύναμης για να επιβάλει τη δική της βούληση στην Κύπρο. Όμως ο νόμος της δύναμης έχει μια μακρά ιστορία από το 1960 ως το 1974. Και αν είσαι τίμιος με τον εαυτό σου, πρέπει να δεις συνολικά τη χρήση του νόμου της δύναμης και όχι αποσπασματικά, κατά πως σε συμφέρει.
Και οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να ξεφύγουν από τους μύθους που τους πλασάρουν για δεκαετίες οι ηγέτες τους. Και ο μεγαλύτερος μύθος είναι πως το κυπριακό είναι πρόβλημα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων πολιτών. Το κυπριακό είναι πρόβλημα των ηγεσιών των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων. Οι ευθύνες ανήκουν στους εκατέρωθεν ηγέτες που αποφάσιζαν και υλοποιούσαν και όχι στους πολίτες που αγωνίζονταν μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες να οικοδομήσουν ένα μέλλον ειρηνικό για τους ιδίους και τις οικογένειές τους.
Το 1960 λοιπόν ιδρύθηκε ένα κράτος το οποίο δε σεβάστηκε καμία πλευρά. Οι ηγέτες αντί να σεβαστούν την υπογραφή τους και με βάση την εξουσία που τους παρείχε το σύνταγμα να λειτουργήσουν αποτελεσματικά προς όφελος της σύνολης κοινωνίας, επέλεξαν άλλους δρόμους.
Επέλεξαν το δρόμο της δύναμης και όχι της εξουσίας – της οριοθετημένης από το σύνταγμα και τους νόμους δύναμη. Και προσπάθησαν να διαμορφώσουν συσχετισμούς δύναμης ώστε η κάθε ηγεσία να επιβάλει τη θέλησή της στην άλλη.
Και οι ηγεσίες μη μπορώντας με πολιτικά επιχειρήματα να πείσουν τους πολίτες για τις επιλογές τους, επεστράτευσαν τον εθνικισμό και παρουσιάζονταν ως οι εκφραστές του «εθνικού συμφέροντος». Και η κοινωνία σύρθηκε σε ένα αιματοκύλισμα για χάρη του εθνικού συμφέροντος , το περιεχόμενο το οποίου ερμηνευόταν αποκλειστικά από τους ηγέτες. Και άλλοι προέβαλλαν το διεθνισμό και τον αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού. Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που ονειρεύονταν. Γιατί σύγχυζαν στο μυαλό τους το ον και το δέον.
Στο νόμο της δύναμης που οι ηγέτες επέλεξαν και εξώθησαν τις κοινότητες κατά την περίοδο 1960-1974 , αρχικά η ελληνοκυπριακή ηγεσία επέβαλε τη θέλησή της στην τουρκοκυπριακή ηγεσία. Τα γεγονότα του 1963-64 σηματοδοτούν την πρώτη φάση της σύγκρουσης. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία με τα 13 σημεία για την αναθεώρηση του συντάγματος προσπαθεί να μετατρέψει τους Τουρκοκύπριους σε εθνοτική και πολιτική μειονότητα. Η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη διακυβέρνηση και η απόφαση του ΟΗΕ να αναγνωρίσει την κυπριακή κυβέρνηση ως τη νόμιμη κυβέρνηση αποτελούσε την πρώτη «νίκη» της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Η προσπάθεια στη συνέχεια, στη βάση του νόμου της δύναμης, να στρατικοποιηθεί η σύγκρουση και να επιβάλει ολοκληρωτικά τη θέλησή της η ελληνοκυπριακή ηγεσία απέτυχε. Η γραμμή του εφικτού δηλώνει την πρώτη προσαρμογή της ελληνοκυπριακής ηγεσίας με την έννοια ότι αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η ολοκληρωτική επιβολή με το νόμο της δύναμης είναι ανέφικτη.
Ο νόμος της δύναμης, όμως, ως πολιτική πρακτική είχε πια επιβληθεί στην πολιτική λειτουργία του συστήματος.
Οι αποκλεισμένοι από το πολιτικό σύστημα χρησιμοποιούν πια και οι ίδιοι το νόμο της δύναμης για να επιβάλουν τη δική τους θέληση
. Και οι πολιτικά αποκλεισμένοι από το σύστημα - Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι - για να ανατρέψουν τους συσχετισμούς δύναμης καταφεύγουν στις «μητέρες πατρίδες».
Η πολιτική δυναμική στην Κύπρο καθορίζεται πια ολοκληρωτικά με βάση το νόμο της δύναμης των αποκλεισμένων από το πολιτικό σύστημα. Η καταφυγή τους στις «μητέρες πατρίδες» δημιουργεί δυναμικές που ήταν αδύνατο να ελεχθούν από τους πολιτικά αποκλεισμένους από το σύστημα. Οι «μητέρες πατρίδες» με απλά λόγια τους χρησιμοποιούν για να επιτύχουν στόχους δικούς τους ή άλλους άσχετους με τις προσδοκίες των πολιτικά αποκλεισμένων. Κορύφωση της εφαρμογής του νόμου της δύναμης και της εμπλοκής των «μητέρων πατρίδων» αποτέλεσε το πραξικόπημα και η εισβολή το 1974.
Με την εισβολή ουσιαστικά η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία ηττάται ολοκληρωτικά - όχι οι Ελληνοκύπριοι – στο παιγνίδι της δύναμης που η ίδια επέλεξε να παίξει
. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία με τη συνδρομή της Τουρκίας επιτυγχάνει το γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και εντάσσεται πια στη λογική της δημιουργίας ξεχωριστού κράτους. Τώρα πια ελέγχουν έδαφος, κάτι που δε συνέβαινε το 1964, έδαφος που είναι αναγκαίο στοιχείο για την οικοδόμηση κράτους σύμφωνα με τις αντιλήψεις της νεοτερικότητας.
Η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία μετά την ολοκληρωτική της ήττα το 1974 προσπαθεί να επανακτήσει πλεονεκτήματα απέναντι στην τουρκοκυπριακή ηγεσία αλλά αποτυγχάνει πλήρως. Στην αρχή επικαλούνται το διεθνές δίκαιο αλλά αυτό δε συμβάλλει στην ανατροπή των τετελεσμένων. Στη συνέχεια βρίσκει σωσίβιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ανατροπή των συσχετισμών δύναμης. Το χαρτί αυτό το έπαιξαν και έχασαν ολοκληρωτικά εξαιτίας της ανικανότητας των πολιτικών ηγετών το 2004 με το Σχέδιο Ανάν.
Αυτή τη στιγμή η αποτυχημένη ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία έχει μόνο μια επιλογή: να αναγνωρίσει τη νέα κατάσταση πραγμάτων που διαμόρφωσε ο νόμος της δύναμης στην Κύπρο. Και θα το κάνουν και μάλιστα με τους πιο επώδυνους όρους εξαιτίας της ανικανότητάς τους. Και οι Ελληνοκύπριοι θα αποδεκτούν αυτό που θα προκύψει γιατί κατανοούν πλήρως την πραγματικότητα, ότι δηλαδή δεν μπορούν να περιμένουν τίποτε καλύτερο.
Η προσπάθεια λοιπόν της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να παρουσιάσει το κυπριακό πρόβλημα ως διαφοράς Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στοχεύει στην απόκρυψη των δικών της ευθυνών, της δικής της αποτυχίας να διαχειριστεί το πρόβλημα και να το φορτώσει στις πλάτες των πολιτών και της κοινωνίας. Σε αυτά τα πλαίσια ο καθένας επιλέγει αν θα φάει κουτόχορτο και στη συνέχεια αποφασίζει πότε θα το φάει. Αν είσαι και εξασκημένος , δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Σου φτιάχνουν ένα μύθο, τον υιοθετείς και προχωράς ακάθεκτος είτε «με εθνικιστικό μανδύα είτε με ειρηνιστικό»!!!

«Αυτοί που εξόρυξαν τα μάτια των ανθρώπων τους μέμφονται γιατί είναι τυφλοί»
John Milton-1642

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Μύθοι Ελληνοκύπριων πολιτικών: Η διεθνής ηγεμονία και η εσωτερίκευση της βούλησής της ή περί της υποστήριξης του διεθνούς παράγοντα

Η τωρινή προσπάθεια για λύση του κυπριακού επενδύεται από τους Ελληνοκύπριους πολιτικούς με μια συνθηματολογία που σκοπό έχει να αποπροσανατολίσει τους πολίτες από τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Πιο απλά, οι πολιτικοί φτιάχνουν μύθους και τους σερβίρουν στους πολίτες όντας βέβαιοι ότι ο κόσμος τρώει κουτόχορτο.
Η φαντασία των Ελληνοκύπριων πολιτικών δεν έχει όρια. Και η υπομονή των πολιτών ανταγωνίζεται αυτή του γαϊδουριού.
Πρωταγωνιστής των διαφόρων μυθοπλασιών του παρόντος είναι κατά κύριο λόγο ο Πρόεδρος Χριστόφιας. Με κύριο όπλο το λαϊκισμό και τη σωτηριολογία προσπαθεί να πείσει ότι κατάφερε πράγματα εκπληκτικά σε ελάχιστο χρόνο. Γέννησε ξανά την ελπίδα στον τόπο. Μια νέα προοπτική διανοίγεται προς το μέλλον.
Προβάλλει λοιπόν την κινητικότητα στο κυπριακό, τη λύση «από τους Κύπριους για τους Κύπριους», «την ευελεξία με αρχές», τη διαπραγματευτική δεινότητα, την ακάματη προπάθεια, τις σκληρές διαπραγματεύσεις. Δηλαδή προσπαθεί με κάθε τρόπο να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη από την προσπάθεια είτε στο προσωπικό είτε σε κομματικό επίπεδο. Από κοντά και ο κ.Αναστασιάδης αποζητά μερίδιο για τον ίδιο και το κόμμα του.
Πάντως είναι , όπως προβάλλεται, ο ηγέτης που ηγείται ενός κόμματος που διαχρονικά είχε καλές σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους, έχει «καλή χημεία» με τον Ταλάτ και τώρα είναι η μοναδική ευκαιρία να λυθεί το κυπριακό. Ή τώρα ή ποτέ!!!
Φυσικά όλα αυτά είναι μυθοπλασίες για αφελείς. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και άσχετη με λαϊκισμούς και προπαγάνδα και «λεπτούς χειρισμούς» ή «δημιουργικές ασάφειες».
Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται είναι
: γιατί σήμερα, μετά την άνοδο Χριστόφια στην Προεδρία της Δημοκρατίας, οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για λύση του κυπριακού προβλήματος;
Από τη δεκαετία του 1990 ο διεθνές περιβάλλον έχει αλλάξει δραματικά. Ο ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο έχουν υποχωρήσει και επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις ο νόμος της δύναμης. Και οι δυνάμεις που ηγεμονεύουν σήμερα τον κόσμο προσπαθούν τη δική τους βούληση να την εσωτερικεύσουν στα διάφορα κράτη: είτε «διά της σπάθης», είτε «κοινή συναινέση», είτε μετατρέποντας τη βούλησή τους σε παράγοντα της εσωτερικής πολιτικής ζωής, ώστε σταδιακά να υιοθετηθεί από την τοπική κοινωνία. Αυτή η τρίτη διάσταση, της εσωτερίκευσης, δηλαδή της υιοθέτησης της βούλησης της διεθνούς ηγεμονίας από τις τοπικές κοινωνίες, επιτυγχάνεται μέσα από τις ομάδες που διαμεσολαβούν ανάμεσα στην κοινωνία και την κρατική εξουσία, δηλαδή τα κόμματα και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι οργανώσεις της διαμεσολάβησης γίνονται έτσι καλοί αγωγοί της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» ή της «νέας τάξης πραγμάτων».
Η βούληση του «ηγεμονικού συμπλέγματος» σε σχέση με το κυπριακό έχει εκφραστεί το 2004 με την υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν. Και από το 2004 ως το 2008 η βούληση των ηγεμόνων δεν έχει διαφοροποιηθεί. Και ούτε έχει ανατραπεί/αλλοιωθεί ο συσχετισμός δυνάμεων στο διεθνές περιβάλλον. Η υποστήριξη λοιπόν των ηγεμόνων προς την τωρινή διαδικασία για επίλυση του κυπριακού εμπεριέχει τη διάσταση ότι τώρα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες η βούλησή τους να υιοθετηθεί από την τοπική κοινωνία. Με απλά λόγια η υποστήριξη σήμερα της διεθνούς ηγεμονίας προς τους συνομιλητές Χριστόφια –Ταλάτ έχει το νόημα ότι θα τους στηρίζουν στο βαθμό που θα διευκολύνουν την επιβολή της θέλησής τους στην κυπριακή κοινωνία, και ιδιαίτερα τους Ελληνοκύπριους, που απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν.
Στο εσωτερικό της Κύπρου και ειδικότερα ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους, ο συσχετισμός των δυνάμεων ευνοεί τη επαναφορά του Σχεδίου Ανάν με κάποιες δευτερευούσης σημασίας αλλαγές. Εννοώ την υποστήριξη προς το Σχέδιο Ανάν σήμερα του ΑΚΕΛ, του ΔΗΣΥ και άλλων οργανώσεων. Εννοώ ότι τα δύο αυτά κόμματα ουσιαστικά υιοθετούν τη λογική του Σχεδίου Ανάν με κάποιες βελτιώσεις, που δε θα καταργούν τη φιλοσοφία του.
Επομένως σήμερα οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για επαναφορά του Σχεδίου Ανάν, που εκφράζει τη βούληση της διεθνούς ηγεμονίας και αποτυπώνει το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων αλλά και τον εσωτερικό. Το καθοριστικό σημείο είναι η άνοδος Χριστόφια στην εξουσία και η δηλωμένη διάθεση του ΑΚΕΛ για εξεύρεση λύσης στα πλαίσια του Σχεδίου Ανάν.
Οι αναφορές ότι «το σχέδιο Ανάν έχει πεθάνει» απευθύνονται στους «ηλίθιους ιθαγενείς». Γιατί η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν έχει κάποια άλλη πρόταση πάνω στο τραπέζι ούτε οι Τουρκοκύπριοι ούτε ο διεθνής παράγοντας. Δηλαδή δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική πρόταση εκτός από το Σχέδιο Ανάν.
Και αυτή πραγματικότητα δεν μπορεί να αλλοιωθεί με προσπάθειες ιδεολογικοποίησης των διαφωνιών ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και επαναφοράς από το ιδεολογικό αποθεματικό οπλοστάσιο της «θεοκρατίας», του «εθνικισμού», του «φασισμού». Η ζωντανή πραγματικότητα είναι άλλη.
Μπορεί ο Χριστόφιας και ο Αναστασιάδης, το ΑΚΕΛ και το ΔΗΣΥ, να φτιάχνουν όσους μύθους τους προσφέρει η φαντασία τους. Η πραγματικότητα είναι πικρή. Γιατί η πολιτική τους συμπεριφορά απέναντι στους πολίτες είναι απαράδεκτη. Όχι γιατί επιδιώκουν συμφωνημένη λύση τώρα αλλά γιατί δεν ενημερώνουν τους πολίτες στη βάση της πραγματικότητας και επιχειρημάτων.
Όσο για τους πολίτες και την κοινωνία έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να επανέλθει σε μια απόφασή της και να την επανεξέτάσει και να τη διαφοροποιήσει ( Σχέδιο Ανάν ), αν κρίνει ότι αυτό επιβάλλει το κοινωνικό συμφέρον στο συγκεκριμένο χρόνο. Αυτό διδάσκει η δημοκρατική ιδεολογία. Και μια διαφοροποίηση της βούλησής της κοινωνίας δεν υποδηλώνει κατ΄ ανάγκη υποταγή στη διεθνή ηγεμονία ούτε και αποτελεσματική σκηνοθεσία από τους Χριστόφια – Αναστασιάδη. Μπορεί να υποδηλώνει κόπωση,ανοχή ή απαξίωση και προς την ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία. Δηλαδή με τους πολιτικούς που έχουμε, δεν μπορούμε να προσδοκούμε κάτι καλύτερο!!! Και αυτό είναι μια πραγματικότητα.
Φυσικά οι μυθοπλασίες των ελληνοκύπριων πολιτικών δεν έχουν τέλος. Γι αυτό και θα επανέλθω. Γιατί το μέλλον μας δεν μπορεί να στηρίζεται στους μύθους των πολιτικών ηγετών και των φερεφώνων τους. Γιατί πρώτιστα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα, αν πράγματι θέλουμε να την αλλάξουμε.
«Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
ζητάν θυσίες.
Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους
για τις μεγάλες εποχές που θα΄ρθουν».

Μπέρτολτ Μπρεχτ, "Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου"

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Εθνικές ιστορίες και κυπριακές μυθοπλασίες

Η νεοτερικότητα στη Δυτική Ευρώπη δημιουργήσε αυτό που ονομάζεται έθνος – κράτος. Η ταύτιση του έθνους με το κράτος στη Δυτική Ευρώπη υποδηλώνει συγκεκριμένα πράγματα. Δηλαδή το κράτος ταυτίστηκε με το πολιτικό σύστημα αλλά και ταυτίστηκε και με τη συλλογική ταυτότητα. Και οι φορείς της εξουσίας αναδείχθηκαν σε αυθεντικούς ερμηνευτές του έθνους. Γι αυτό και επικαλούνταν ασύστολα το λεγόμενο «εθνικό συμφέρον» (συλλογική ταυτότητα) για να νομιμοποιήσουν πολιτικές τους αποφάσεις.
Για τον πολίτη η συγκεκριμένη ταύτιση έθνους και κράτους υποδήλωνε ότι η εθνοτική ομάδα που κατέλαβε την εξουσία ήταν χορηγός πολιτειόητας (ιδιότητα του πολίτη). Και έτσι οι κυρίαρχες εθνοτικές ομάδες απέκτησαν ως εκ της συλλογικής του ταυτότητας την ιδιότητα του πολίτη. Οι άλλες εθνοτικές ομάδες ουσιαστικά αναγνωρίστηκαν ως μειονότητες χωρίς δικαίωμα προβολής στο πολιτικό πεδίο, στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου.
Στα πλαίσια της ταύτισης του εθνους με το κράτος και το πολιτικό σύστημα δημιουργήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη οι εθνικές ιστορίες ή πιο σωστά οι εθνοκρατικές ιστορίες. Ουσιαστικά ήταν αφηγήσεις της ιστορίας του έθνους διά του κράτους που ταυτιζόταν με τοπολιτικό σύστημα. Γι αυτό και η αφήγηση είναι ιστορία της δύναμης/εξουσίας, πολιτικών, ηρώων και συναφών γεγονότων.
Ταυτόχρονα η ιστορία του έθνους –κράτους είναι και η ιστορία του εθνικισμού στη Δυτική Ευρώπη. Γιατί η ταύτιση δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα δύναμης. Δηλαδή ο εθνικισμός δε γεννήθηκε από τα έθνη – κανένας δεν τα ρώτησε -αλλά από τους φορείς της εξουσίας που οικειοποιήθηκαν το έθνος.
Όλα αυτά ισχύουν για τη Δυτική Ευρώπη, ένα μέρος της οικουμένης. Και η διανόηση εκεί προσπάθησε με βάση το βιούμενο να κατανοήσει την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτό που ισχύει για τη Δυτική Ευρώπη δε σημαίνει αυτομάτως ότι ισχύει και στην Κύπρο. Ούτε και είναι επιστημονικά ορθό τις αντιλήψεις της δυτικής διανόησης να τις μεταφέρεις αυτούσιες στην κυπριακή πραγματικότητα, όταν αποπειράσαι να την κατανοήσεις. Ούτε και εκ προοιμίου η δύση είναι η πρόοδος και η ανατολή η συντήρηση..
Κυριάρχη λοιπόν αντίληψη στη δύση είναι ότι κράτος δημιούργησε το έθνος, τη συλλογική ταυτότητα της σύνολης κοινωνίας. Αυτό μπορεί να ισχύει για τη δύση. Ισχύει και για την Κύπρο ώστε να υιοθετούμε απροβλήματιστα ή μηρυκαστικά τις αντιλήψεις της δυτικής διανόησης;
Η αποδοχή, όμως, αυτής της αντίληψης από την πολιτική ηγεσία της Κύπρου νομιμοποιεί τους φορείς της εξουσίας του κράτους άλλους μεν να υποστηρίζουν ότι μέσω της κρατικής εκπαίδευσης θα διαμορφώσουν την εθνική ταυτότητα και άλλους ότι μέσω της κρατικής εκπαίδευσης θα διαφοροποιήσουν τη συλλογική ταυτότητα. Αυτή στην ουσία της είναι η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στα κόμματα για τους στόχο της χρονιάς και για τα βιβλία της ιστορίας.
Και οι δυο αντιλήψεις εδράζονται στην παραδοχή ότι το κράτος μπορεί -κατά το πρότυπο της δυτικής Ευρώπης – να διαμορφώνει τη συλλογική ταυτότητα.Είναι και οι δυο αντιλήψεις αντιδραστικές γιατί έχουν το ίδιο υπόβαθρο. Παραγνωρίζουν την παράμετρο της κοινωνίας και θεωρούν τους πολίτες ως ενεργούμενα των φορέων της εξουσίας του κράτους.
Προοδευτική θα ήταν η αυτονόητη παραδοχή ότι άλλο το έθνος και άλλο το κράτος. Άλλο η πολιτισμική ταυτότητα και άλλο η πολιτική ταυτότητα. Το έθνος δεν ιστορείται δια του κράτους. Το κράτος μπορεί να αποτυπώσει ιστορικά την εξέλιξη της σύνολης κοινωνίας , μιας κοινωνίας που ο δεσμός της με την κεντρική εξουσία είναι πολιτικός και όχι εθνοτικός.
Προοδευτική θα ήταν η παραδοχή ότι κάθε υπο-σύνολο –εθνοτικό, πολιτισμικό, γεωγραφικό – είναι αυτόνομο και έχει το δικαίωμα της συλλογικής μνήμης και αφήγησης. Η ιστορία της σύνολης κοινωνίας –πολιτείας είναι κάτι άλλο.
Σε αυτά πλαίσια η λεγόμενη πολυ-πρισματική ιστορία συνιστά μια αφήγηση που ακυρώνει την ιστορία του όλου, της σύνολης κοινωνίας εφ΄όσον ο καθένας επικεντρώνεται να «λέει τα δικά του». Αυτό το είδος της αφήγησης, που διακινείται από τους εκσυγχρονιστές και εξευρωπαϊστές, ουσιαστικά δε βοηθά στην κατανόηση της πραγματικότητας αλλά οδηγεί στην πολιτική ανευθυνοποίηση των φορέων της εξουσίας, αθωώνει προκαταβολικά τα κόμματα.
Δύο συμπεράσματα:
Το πρώτον είναι πως οι εμπνευστές τους θα ανακαλύψουν ότι οι διαμάχες είναι αδιέξοδες γιατί δεν απαντούν στις ανάγκες της σύνολης κυπριακής κοινωνίας σήμερα. Αν θέλουμε να διαμορφωθεί μια νέα ενότητα στο χώρο, αυτό που απαιτείται είναι η ιστορία της σύνολης κοινωνίας, μια ιστορία των Κυπρίων και όχι της Κύπρου. Κάτι τέτοιο επί του παρόντος είναι ανέφικτο γιατί δεν αποτελεί ζητούμενο για τους διαχειριστές της εξουσίας αλλά και γιατί μια τέτοια προσέγγιση θα αναδείκνυε πολλούς πολιτικούς και κόμματα σε « πολιτικούς εγκληματίες» κατά της σύνολης κοινωνίας.
Το δεύτερο είναι πως η κακοδαιμονία της Κύπρου δεν είναι γενικά και αόριστα ο εθνικισμός, ο εθνοκεντρισμός, ελληνο-τουρκοκεντρισμός,όπως πολλοί πιστεύουν αφελώς και όπως διακινούν κάποιοι διανοούμενοι. Και ούτε με τις κατάρες θα εξαφανιστεί ούτε με τις φιλειρηνικές εκδηλώσεις θα εμπεδοθεί η ειρήνη ούτε με την κουλτούρα ειρηνικής συμβίωσης, όπως επαγγέλλεται η νέα κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση αυτοί που καταράζονται τον εθνικισμό ή την εθνική ταυτότητα, όπως ορίστηκε στην νεοτερικότητα, πρέπει να προτείνουν μια άλλη συλλογική ταυτότητα που η βάση της δε θα είναι εθνοτική αλλά πολιτειακή. Με αυτή τη διαπίστωση αναγκαστικά καταλήγεις στο ποια είναι η πολιτική τους πρόταση, το είδος της πολιτείας που προτείνουν ώστε να εξυπηρετεί σε τέτοιο βαθμό το κοινωνικό συμφέρον που ο κάθε πολίτης να θεωρήσει υπέρτερη την πολιτειακή ταυτότητα.
Ούτε και αυτό αποτελεί ζητούμενο για τους διαχειριστές της εξουσίας στην Κύπρο.
Με συνθηματολογίες, κενολογίες, ανέφικτες προσδοκίες, μυθοπλασίες δεν μπορεί καμιά κοινωνία να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον.Η πρόοδος αποτελεί το ζητούμενο Και δε συνιστά πρόοδο να καταράζεσαι τον «Ελληνοκύπριο» εθνικιστή γιατί στοχεύεις να ενωθείς με τον «Τουρκοκύπριο» εθνικιστή!!! Και ακόμη κάτι πιο προκλητικό: αυτοί που ονομάζονται «εθνικιστές και που πιθανώς να προτείνουν δύο ξεχωριστά κράτη στην Κύπρο και αυτοί που ονομάζονται «ειρηνιστές» και πιθανώς υποστηρίζουν ένα ομοσπονδιακό κράτος με δύο συνιστώντα κράτη/πολιτείες, και στις δύο αυτές επιλογές ποια θα είναι η σχέση της κοινωνίας και του πολίτη με την πολιτική; Για να διαπίστώσουμε την πρόοδο και όχι για κάτι άλλο.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

1959 και 2008: Η δραματοποίηση ως μεθόδευση για εξασφάλιση υποστήριξης στον ηγέτη

Απεγνωσμένα ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ προσπαθούν με όλα τα μέσα να εξασφαλίσουν την καθολική υποστήριξη ηγεσίας και λαού προς τον αρχηγό. Γιατί τόση εμμονή στην εξασφάλιση υποστήριξης προς τον κ. Χριστόφια;
Η απάντηση που δίνεται είναι τουλάχιστον αστεία: για να είναι ενισχυμένος ο Πρόεδρος στις κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τον Ταλάτ, να νιώθει ότι όλοι είναι δίπλα του στη δύσκολη αυτή μάχη για το μέλλον του τόπου και του λαού.
Φυσικά όλα αυτά είναι αστειότητες. Η δραματοποίηση της κατάστασης, η κρισιμότητα των στιγμών, τα διλήμματα του ηγέτη είναι μύθοι κατασκευασμένοι από ανθρώπους που έχουν συμφέρον να δραματοποιούν τα δεδομένα. Δηλαδή ο άνθρωπος να σταματήσει να σκέπτεται λογικά, ορθολογιστικά στη βάση πραγματικοτήτων. Και αυτοί που δημιουργούν τη δραματοποίηση, αυτοί που παίζουν θέατρο το κάνουν για το συμφέρον τους. Και αυτοί που αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο του θεατή το κάνουν από την ευπιστία ή τη βλακεία τους.
Φυσικά ο κ. Χριστόφιας ακολουθεί κατά πόδας τις μεθοδεύσεις του Μακαρίου. Γιατί και ο Μακάριος προσπάθησε να δραματοποιήσει καταστάσεις ώστε να εξασφαλίσει καθολική υποστήριξη.
12 έως 18 Φεβρουαρίου 1959: Η μεγάλη δραματοποίηση ή μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου έθεταν εκ των πραγμάτων την ανάγκη για αποσαφήνιση του ρόλου του Μακαρίου. Κατά διαστήματα τόσο στην Τουρκοκρατία όσο και στην Αγγλοκρατία ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος λειτουργούσε ως θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Και με την ιδιότητα αυτή, καθολικά αναγνωρισμένη, υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Ποιος θα ήταν λοιπόν ο ρόλος του Μακαρίου μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν από τις Συμφωνίες;
Ο ίδος ο Μακάριος ήδη από το 1957 είχε αποσαφηνίσει το ρόλο του κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ. Σε ομιλία του σε δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον στις 24 Σπτεμβρίου 1957 ανέφερε: «Η θέσις μου είναι ιδιότυπος. Ο Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται υφ΄ ολοκλήρου του ελληνικού κυπριακού λαού δια καθολικής ψηφοφορίας. Ο Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται υπό δύο ιδιότητας, ως εθνικός και πνευματικός ηγέτης του κυπριακού λαού. Την ιδιότητα του εθνικού ηγέτη θα διατηρή μόνον εφ΄ όσον συνεχίζεται η ξένη, επί της νήσου κατοχή, θα αποβάλη δε ταύτην αυτομάτως όταν η νήσος αποκτήση την ελευθερίαν της. Τα καθήκοντά του τότε θα περιοριστούν εις κύκλον καθαρώς θρησκευτικόν». Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνει και σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στις 31 Οκτωβρίου 1957. Σύμφωνα με τον Μακάριο ο εθναρχικός ρόλος του Αρχιεπισκόπου διατηρείται εφ΄ όσον υπάρχει ξένη κατοχή στην Κύπρο και τερματίζεται με την απελευθέρωσή της. Ο εθναρχικός ρόλος του Μακαρίου τερματίζεται με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Από τούδε και στο εξής ο Αρχιεπίσκοπος ως εκκλησιαστικός ηγέτης θα νομιμοποιεί την εξουσία του με βάση τους κανόνες που προβλέπει το καταστατικό της εκκλησίας. Ο πολιτικός ηγέτης θα νομιμοποιεί την εξουσία του με βάση το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και , βεβαίως, με ξεχωριστή ψηφοφορία.
Ο Μακάριος είχε γνώση ότι με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου τερματιζόταν ο πολιτικός του ρόλος. Όμως ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει και μετά τις Συμφωνίες να είναι ο πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Ή αν το πούμε διαφορετικά, πριν να θέσει την υπογραφή του επί των Συμφωνιών , γεγονός που θα τον καταργούσε ως πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη των Ελληνοκυπρίων, θα έπρεπε να εξασφαλίσει το πολιτικό του μέλλον.
Με τη διάσκεψη του Λονδίνου εξασφάλιζε νομιμοποίηση από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ως εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων. Αυτό που απέμενε ήταν να εξασφαλίσει τη νομιμοποίηση του ρόλου του για το μέλλον και από τους Ελληνοκύπριους.
Είναι γεγονός ότι ο Μακάριος ήταν ενημερωμένος για τις διαβουλεύσεις που γίνονταν ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα για τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Είναι επίσης γεγονός ότι ο Μακάριος ενημερώθηκε στις 11 Φεβρουαρίου – ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας – από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Καραμανλή και ένιωσε την ανάγκη δημόσια να δηλώσει στον τύπο: «Εξέφρασα την ικανοποίησίν μου προς τον Πρωθυπουργόν κ. Κ. Καραμανλήν και τον συνεχάρην δια τα αποτελέσματα των εν Ζυρίχη ελληνοτουρκικών συνομιλιών». Είναι επίσης γεγονός ότι ο Μακάριος συγκατατέθηκε να συγκληθεί η Διάσκεψη του Λονδίνου γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι απλά θα προσυπέγραφε τη Συμφωνία της Ζυρίχης.
Είναι επίσης γεγονός ότι μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου στη πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου στις 19 Φεβρουαρίου 1959 επανειλημμένα αποσαφήνισε τα της υπογραφής των Συμφωνιών. Αναλυτικός είναι με τη δήλωσή του στις 20 Μαίου 1959: «Υπέγραψα την συμφωνίαν του Λονδίνου εν πλήρει συνειδήσει των ευθυνών μου έναντι του Κυπριακού λαού.» «Επειδή ελέχθη ότι υπέγραψα κατόπιν ισχυράς πιέσεως εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, δηλώ κατηγορηματικώς ότι ουδεμία δύναμις εν τω κόσμω ήτο δυνατόν να με εξαναγκάση να υπογράψω συμφωνίαν, εάν πίστευα ότι αύτη ήτο αντίθετος προς το συμφέρον του Κυπριακού λαού.» «Έθεσα την υπογραφήν μου εις την Συμφωνίαν του Λονδίνου. Δεν μετανοώ, δεν υπαναχωρώ και δεν την αποσύρω.»
Όλα τα πιο πάνω έχουν μια λογική συνέχεια. Δραματοποιημένα παρουσιάζονται τα γεγονότα στο μεσοδιάστημα από τις 12 ως τις 18 Φεβρουαρίου, δηλαδή από την ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας της Ζυρίχης μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου. Ο Μακάριος αποφάσισε να «μεταβή στο Λονδίνο συνοδευόμενος από Κυπρίους Δημάρχους και άλλους παράγοντας, τους οποίους απλώς θα συνεβουλεύετο» , όπως αναφέρει ο Δ. Μπίτσιος. Και ο Ν. Κρανιδιώτης σημειώνει ότι στις 13 Φεβρουαρίου ο Μακάριος τους είπε: « Κάλεσα από την Κύπρο τους Δημάρχους και άλλους αντιπροσωπευτικούς παράγοντες, για να ακούσω τις απόψεις τους, να συζητήσω μαζί τους το θέμα, και να πάρω τελειωτικήν απόφαση». Ταυτόχρονα ο Μακάριος αρχίζει να παρουσιάζεται ταλαντευόμενος προς την Ελληνική Κυβέρνηση και τους συνεργάτες του, αν θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει τη Συμφωνία ή όπως αναφέρει ο Ν. Κρανιδιώτης «έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν μπροστά σ΄ ένα σκληρό δίλημμα». Κοινωνοί του διλήμματος του Μακαρίου γίνονται και όλα τα μέλη της τριαντακονταπενταμελούς κυπριακής αντιπροσωπείας, η ελληνική κυβέρνηση και τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη. Η επιτυχία ή αποτυχία της Διάσκεψης του Λονδίνου εξαρτιόταν πια από την απόφαση του Μακαρίου να υπογράψει ή όχι τις Συμφωνίες.
Η δραματική προσέγγιση της πραγματικότητας υποβαθμίζει το Μακάριο, ότι δηλαδή συγκατατέθηκε σε κάτι ενώ δεν είχε γνώση των συμφωνηθέντων ή ότι υπέκυψε σε πιέσεις ή ότι λυγίζει προσωρινά κάτω από το βάρος της ευθύνης. Αυτή η προσέγγιση είναι υποτιμητική και δε συνάδει με τη λογική του Μακαρίου και γενικότερα με την πολιτική του λειτουργία.
Ποια ήταν τα δεδομένα που καθόρισαν τη διλημματική στάση του Μακαρίου στο δεδομένο χρόνο;
Ο Ν. Κρανιδιώτης αναφέρει ότι ο Μακάριος στις 12 Φεβρουαρίου του είπε: «Μπροστά στον κίνδυνο να επιβληθεί το Σχέδιο Μακμίλλαν, που έκανε την Τουρκία συνεταίρο στην Κύπρο, καλύτερη η Ζυρίχη. Πρέπει να είμεθα ρεαλιστές». Για το Μακάριο το δίλημμα είχε υπάρξει πολύ νωρίτερα και ήταν « διχοτόμηση με βάση το Σχέδιο Μακμίλλαν ή εγγυημένη ανεξαρτησία». Επομένως ήταν δεδομένη και δηλωμένη η απόφασή του να υπογράψει τις Συμφωνίες.
Ο Μακάριος είχε πλήρη αντίληψη των αδυναμιών των Συμφωνιών και τις διατυπώνει τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση όσο και στους συνεργάτες του. Πίστευε ότι στα πλαίσια της πενταμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο θα μπορούσε να διαπραγματευθεί κάποια θέματα. Δεν είχε όμως αυταπάτες για τις περιορισμένες δυνατότητες που υπήρχαν. Ο Ν. Κρανιδιώτης αναφέρει πως ο Μακάριος του είπε: «Ίσως εκεί θα μπορούσα να αποτρέψω μερικά αρνητικά στοιχεία και να τη βελτιώσω». Ή ακόμα σε επιστολή του προς το Γρίβα στις 12 Φεβρουαρίου 1959 ο Μακάριος γράφει: «Πιθανώς να κατορθώσωμεν, ώστε εις την διάσκεψιν αυτήν να βελτιώσωμεν υπέρ ημών μερικούς όρους συμφωνίας». Σε αυτά τα πλαίσια ο Μακάριος με την προβολή της διλημματικής στάσης του θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση στο Λονδίνο.
Η προβολή από μέρους του Μακαρίου μιας διλημματικής στάσης είναι συνυφασμένη με την απόφασή του να καλέσει στο Λονδίνο τους τριάντα πέντε Κύπριους αντιπροσώπους για να τους συμβουλευτεί, πριν τη λήψη της τελικής του απόφασης. Η κλήση των Κυπρίων αντιπροσώπων , έστω και για συμμετοχή σε μια διαβουλευτική διαδικασία, καθιστά ολοφάνερο ότι απασχολούσε το Μακάριο το πρόβλημα της κοινωνικής νομιμοποίησης των επιλογών του αλλά και του ιδίου. Αυτονόητα τον απασχολούσε, αφού βρισκόταν εξόριστος, εκτός Κύπρου, από τις 9 Μαρτίου 1956, δεν είχε άμεση αντίληψη της εσωτερικής κατάστασης και , όπως αναφέρει ο Μακάριος, «πολλά έκτοτε εμεσολάβησαν και από πολλά στάδια διήλθεν η εθνική μας υπόθεσις». Ο Μακάριος είχε αποφασίσει ήδη από το Σεπτέμβριο του 1958 να διαφοροποιήσει το αίτημα των Ελληνοκύπριων από ένωση σε ανεξαρτησία. Και ο ίδιος είχε αποφασίσει να αποδεχτεί τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει ο Ν. Κρανιδιώτης για τη συνομιλία του με το Μακάριο στις 12 Φεβρουαρίου 1959: «Του εξέφρασα αμέσως την απορία μου, γιατί δεν μας τήρησε ενήμερους. Εκείνος απάντησε ότι όλοι είχαν δεσμευθεί να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις απόρρητες στο στενό κύκλο των Πρωθυπουργών και των Υπουργών των Εξωτερικών των τριών χωρών. Ρώτησα, αν είχε εκ των προτέρων δώσει τη συγκατάθεσή του. «Ναι». Μου απήντησε. «Έδωσα τη συγκατάθεσή μου, γιατί δεν έβλεπα άλλο τρόπο σωτηρίας. Χθες έκανα και σχετική δήλωση».
Η απόφαση του Μακαρίου να καλέσει τριάντα πέντε Κύπριους αντιπροσώπους είχε ένα και αποκλειστικό στόχο , την κοινωνική νομιμοποίηση – έστω και στη βάση μιας υποτυπώδους αντιπροσώπευσης - εκ των υστέρων των επιλογών του για ανεξαρτησία στη βάση της Ζυρίχης αλλά και την εξασφάλιση του πολιτικού του μέλλοντος δεδομένου ότι με τις Συμφωνίες τερματιζόταν ο εθναρχικός του ρόλος.
Η κλήση των Κυπρίων παραγόντων για διαβούλευση προϋπόθετε ότι ο Μακάριος δεν είχε αποφασίσει. Διαφορετικά δεν είχε κανενα νόημα η κλήση τους στο Λονδίνο. Κατ΄ ανάγκη λοιπόν και στα πλαίσια της διαβουλευτικής διαδικασίας ο Μακάριος θα έπρεπε να προβληματίζεται για τη στάση του και οι παράγοντες να αναλάβουν το συμβουλευτικό τους ρόλο. Η υπανάχωρηση του Μακαρίου κινητοποιεί την Ελληνική Κυβέρνηση – ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής φτάνει εσπευσμένα στο Λονδίνο στις 17 Φεβρουαρίου - η οποία αναλαμβάνει το βάρος να πείσει τους Κύπριους παράγοντες να συνηγορήσουν υπέρ των Συμφωνιών.
Στις 16 Φεβρουαρίου έγινε στο Λονδίνο η πρώτη σύσκεψη των Κυπρίων παραγόντων .Όπως αναφέρει ο Ν. Κρανιδιώτης «το πνεύμα – εκτός από μερικές εξαιρέσεις – ήταν γενικά εναντίον των Συμφωνιών. Ο Μακάριος άκουε προσεκτικά τις γνώμες των συμβούλων του, οι οποίοι όμως, ανεξάρτητα από τη θέση που υποστήριζαν, κατέληγαν πάντοτε με τη διαβεβαίωση ότι θα συνταχθούν τελικά με τον Αρχιεπίσκοπο σε οτιδήποτε κι αν αυτός αποφασίσει». Κανένας δεν αμφισβήτησε την αποφασιστική αρμοδιότητα του Μακαρίου.
Στις 17 Φεβρουαρίου και με την άφιξη στο Λονδίνο του Έλληνα Πρωθυπουργού η ελληνική αντιπροσωπεία δραστηριοποιείται. Παγματοποιείται σύσκεψη στο οίκημα της Ελληνικής Πρεσβείας. Ο Ν. Κρανιδιώτης περιγράφει παραστατικά τα της σύσκεψης: « Και στη συνέχεια, απευθυνόμενος (ενν. ο Κ. Καραμανλής) αυτή τη φορά προσωπικά στον Αρχιεπίσκοπο, ρώτησε: « Γιατί, Μακαριότατε, έχετε τώρα αντιρρήσεις, αφού στην Αθήνα είχαμε συμφωνήσει, ότι θα εδεχόμεθα την πρόταση των Άγγλων, κατά την οποία δεν έπρεπε να εγερθούν θέματα που ερρυθμίστηκαν στην Ζυρίχη;» Ο Μακάριος προφανώς ταραγμένος, και, αντίθετα από τον Πρωθυπουργό, σε ύφος ήπιο, απάντησε: «Έχετε δίκαιο. Αλλά έχω θέμα συνειδήσεως και δεν μπορώ να αναλάβω περαιτέρω ευθύνες».»
Η δήλωση Μακαρίου για αδυναμία ανάληψης περαιτέρω ευθυνών συνδεόταν με το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων παραγόντων είχε ταχθεί εναντίον των Συμφωνιών. Η ανάληψη περαιτέρω ευθύνης προϋπόθετε τη μεταστροφή της στάσης των Κυπρίων παραγόντων. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε πάρει το μήνυμα και επιδόθηκε σε μια προσπάθεια επηρεασμού των Κυπρίων. Ο Ν. Κρανιδιώτης γράφει: «Η ατμόσφαιρα ήταν ταραγμένη. Στο κτίριο της Ελληνικής Πρεσβείας, το «Παρκ Λαίην», το «Νότσεστερ» και το «Κλάριτζες» (όπου έμενε η Ελληνική Αντιπροσωπεία) αναπτύχθηκε, εκείνο το βράδυ και την επομένη το πρωί, μια ασυνήθιστη δραστηριότητα. Επαφές, συσκέψεις, αναταλλαγή γνωμών, έντονες διαβουλεύσεις και υποδείξεις». Πιο αναλυτικός είναι ο Τ. Παπαδοπούλος σε επιστολή του προς το Γρίβα με ημερομηνία 26.2.1959: « Εντύπωσιν προεκάλεσε μεταξύ μας αυτή η απότομος μεταστροφή των γνωμών. Εξηκρίβωσα αργότερον ότι τούτο ωφείλετο εις το αίσχος της παρασκηνιακής δράσεως. Δηλαδή μετά την πρώτη ημέραν η Ελληνική Πρεσβεία άρχισε καλούσα διά διαφόρων οργάνων της διάφορα άτομα της αποστολής με προεξάρχοντα τον κ. Δέρβην και τον κ. Αιμιλιανίδην, τους οποίους και έπεισαν να δημιουργήσουν σφήνα μεταξύ της αποστολής.Ούτω και εγένετο.Οι κύριοι αυτοί ήρχισαν ευθύς αμέσως το πλευροκόπημα των διαφόρων αντιπροσώπων και τους διεβίβαζαν δήθεν προσωπικά μηνύματα του Καραμανλή και Αβέρωφ και τους διαβεβαίωναν πόσον και οι δύο πολιτικοί ηγέτες τους εθαύμαζαν. Κολακευθέντες πολλοί από αυτούς ήρχισαν να εκφράζουν αμφιβολίας περί της ορθότητος απορρίψεως του σχεδίου».
Σε νέα σύσκεψη των Κυπρίων παραγόντων το κλίμα είχε διαφοροποιηθεί: 27 τάχθηκαν υπέρ των συμφωνιών και 8 εναντίον (οι 5 εκπρόσωποι της αριστεράς, ο Τάσος Παπαδοπούλος, ο Βάσος Λυσσαρίδης και ο Γλάυκος Κρίστης). Όπως σημειώνει ο Ν. Κρανιδιώτης, η έννοια της ψήφου των 27 ήταν να εξουσιοδοτηθεί ο Αρχιεπίσκοπος «να χειριστεί εν λευκώ το θέμα και να αποφασίσει όπως ο ίδιος έκρινε καλύτερα». Η μεταστροφή της γνώμης των Κυπρίων παραγόντων επέτρεπε πια στο Μακάριο να αναλάβει «περαιτέρω ευθύνες». Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή επιλογές του Μακαρίου τύγχαναν εκ των υστέρων μιας κάποιας μορφής κοινωνικής νομιμοποίησης. Αυτό ήταν πια δεδομένο. Απέμενε η νομιμοποίηση του μελλοντικού του ρόλου. Ο Μ. Χριστοδούλου είναι διαφωτιστικός: «Και εκείνα τα μέλη που δεν ήθελαν να υπογράψει δήλωναν πως, αν αποφάσιζε να θέσει την υπογραφή του, θα του συμπαραστέκονταν και θα τον βοηθούσαν στις περαιτέρω ενέργειές του για την εφαρμογή των Συμφωνιών». Και ο αριστερός εργατικός ηγέτης Αντρέας Ζιαρτίδης έλεγε: «Αν, Μακαριότατε, υπογράψετε,δίνουμε το λόγο της τιμής μας πως δε θα εκμεταλλευθούμε κομματικά τις συμφωνίες. Θα σταθούμε παρά το πλευρό σας. Σας αναγνωρίζουμε ως το φύσει και θέσει εκπρόσωπο του κυπριακού λαού». Και για να αποσαφηνιστούν πλήρως τα πράγματα ο Μακάριος ξαναρίχνει στο τραπέζι το θέμα της παραίτησής του: «Κι όταν ο Μακάριος επανέλαβε τη σκέψη του να παραιτηθεί, τότε, όπως δήλωσε ο Κλεάνθης Γεωργιάδης: «όλοι, δεξιοί και αριστεροί, δήμαρχοι και άλλοι αντιπρόσωποι εξανέστημεν εις την δήλωσιν του Μακαρίου, τον οποίον ετορπιλλίζαμεν όλοι, δεξιοί και αριστεροί, με τους όρκους πίστεως και αφοσιώσεως ως τον μόνον εκπρόσωπόν μας». Ο Μακάριος είχε εξασφαλίσει από τους Κύπριους παράγοντες νομιμοποίηση των επιλογών του για ανεξαρτησία στη βάση της Ζυρίχης και συνέχιση του εθναρχικού του ρόλου.Όπως σημειώνει ο Μ Χριστοδούλου, ο Μακάριος « χαμογέλασε » και «έκανε γνωστή την απόφασή του να υπογράψει». Στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφονται οι Συμφωνίες και ακολουθεί, το βράδυ, δεξίωση που παρέθεσε η Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Άγγ. Βλάχος σημειώνει: « Όταν ο Αρχιεπίσκοπος μπήκε στην αίθουσα, κατευθύνθηκε αμέσως προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό με τον οποίον είμεθα ο Αβέρωφ, ο Σεφεριάδης, ο Μπίτσιος και εγώ – και τείνοντάς του θερμά το χέρι του είπε: «Κύριε Πρόεδρε! Φαντασθήκατε ποτέ ότι δεν θα υπέγραφα;» Ο Κ. Καραμανλής του είπε: «Τότε προς τι όλα αυτά;» Και ο Αρχιεπίσκοπος του αποκρίθηκε: «Είχα τους λόγους μου».



Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Η συνάντηση της 3ΗΣ Σεπτεμβρίου Χριστόφια - Ταλάτ και το πλήρες αδιέξοδο της ελληνοκυπριακής ηγεσίας

Λίγο – πολύ όλοι είχαν προετοιμαστεί για την πανηγυρική συνάντηση των δύο ηγετών. Ο κάθε ηγέτης είπε τα δικά του στους δικούς του ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες της συγκυρίας. Ο ΟΗΕ, η ΕΕ και οι Αγγλοαμερικάνοι συνεχίζουν να ενθαρρύνουν τους δύο ηγέτες, ο ΟΗΕ αναδεικνύει την ιστορικότητα της στιγμής και οι δυο ηγέτες ακολουθούν την ιστορική τους μοίρα.
Από τη μια ο Ταλάτ είναι απόλυτα σαφής στις τοποθετήσεις του και αντιλαμβάνεσαι το περιεχόμενο των εξελίξεων. Από την άλλη ο Χριστόφιας είναι «ήξεις, αφίξεις». Κάνει συμφωνίες και πανηγυρίζει και μετά από μόνος του αναζητά κοινή γλώσσα με την άλλη πλευρά. Δηλώνει ότι έχει αποσαφηνιστεί το πλαίσιο της λύσης και ταυτόχρονα αναγνωρίζει το δικαίωμα στην άλλη πλευρά να δίνει τη δική της ερμηνεία.
Οι δηλώσεις στις 3 του Σεπτ. εντάσσονται στην ίδια λογική: «ήξεις, αφίξεις».Και εξηγούμαι:
Προέβαλε τη θέση ότι « η ομοσπονδιακή λύση θα είναι ένας συνεταιρισμός των δυο κοινοτήτων». Η θέση αυτή είναι προκλητική και απαράδεκτη και υποτιμητική της νοημοσύνης των πολιτών. Γιατί ήδη από τις 23 του Μαίου 2008 ο κ. Χριστόφιας έχει αποδεκτεί την ομοσπονδία δύο συνιστώντων κρατών!!! Δηλαδή αποδέκτηκε ο κ. Χριστόφιας ότι οι δύο συλλογικές ταυτότητες/κοινότητες θα έχουν πολιτική έκφραση συνιστώντος κράτους. Επομένως δεν είναι απλώς ομοσπονδία δύο κοινοτήτων αλλά ομοσπονδία δύο συνιστώντων κρατών με ισότιμο καθεστώς και πολιτική ισότητα. Η αναφορά του κ. Χριστόφια για ομοσπονδία δύο κοινοτήτων είναι ένας από τους συνήθεις τρόπους αποπροσανατολισμού και σύγχισης των πολιτών που χρησιμοποιεί κατά κόρον , ώστε ανενόχλητος να δρα κατά βούληση.
Επίσης προέβαλε τη θέση ότι στόχος είναι «ο μετασχηματισμός του ενιαίου κράτους σε ένα ομόσπονδο κράτος». Η θέση αυτή του κ. Χριστόφια είναι εξίσου εκπληκτική. Γιατί είναι ο ίδιος που υποστήριζε με πάθος ότι το 1960 δεν υπήρχε ενιαίο κράτος αλλά ένας συνεταιρισμός δύο κοινοτήτων!!! Πού το θυμήθηκε τώρα το ενιαίο κράτος;
Ακόμα θυμήθηκε τις συμφωνίες του 1977, του 1979 , τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, τις αρχές της ΕΕ και άλλα πολλά. Τι δεν θυμήθηκε; Ότι όλα αυτά πήραν συγκεκριμένη μορφή με τις συμφωνίες Χριστόφια – Ταλάτ. Στο τραπέζι των συνομιλιών τώρα είναι οι δικές του συμφωνίες για τις οποίες πανηγύριζε και θεωρούσε ότι διαμόρφωσαν το πλαίσιο της λύσης. Ουσιαστικά ο κ. Χριστόφιας προσπαθεί εντέχνως να αποσείσει τις δικές του ευθύνες και να τις φορτώσει στους προκατόχους του, σε ένα μακρινό παρελθόν του οποίου ο ίδιος είναι ένας δυστυχής κληρονόμος!!! Είναι μια μέθοδος πολιτικής ανευθυνοποίησης.
Αντιθέτως ο κ. Ταλάτ είναι απόλυτα σαφής και συνεπής στα συμφωνηθέντα. Μιλά για ένα νέο συνεταιρισμό. Είναι νέος με την έννοια της εσωτερικής κυριαρχίας. Δηλαδή το 1960 ήταν συνεταιρισμός δύο κοινοτήτων ενώ τώρα η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποδέχτηκε συνεταιρισμό δύο συνιστώντων κρατών. Από την άποψη της εξωτερικής κυριαρχίας το υφιστάμενο κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει.
Μιλά ακόμα για δύο ιδρυτικά κράτη. Η θέση του πάλι εδράζεται στα συμφωνηθέντα. Γιατί ενώ το 1960 το κράτος ιδρύθηκε από τις δύο κοινότητες, τώρα θα ιδρυθεί από τα δύο συνιστώντα κράτη. Κάποιοι άνθρωποι, κάποια κοινωνία θα πρέπει να ιδρύσει το κράτος. Δε θα είναι κράτος ουρανοκατέβατο ούτε ελέω θεού.
Ακόμα ο κ. Ταλάτ μιλά για συνέχιση των εγγυήσεων της Τουρκίας. Αφού τις αποδέχθηκε και ο κ. Χριστόφιας. Ποιο είναι το πρόβλημα για τους ελληνοκύπριους ηγέτες; Ας ξαναδιαβάσουν το Μνημόνιο Συναντίληψης Κύπρου – Ηνωμένου Βασιλείου της 5ΗΣ Ιουνίου 2008. Τότε γιατί δεν διαμαρτύρονταν;
Οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί είναι εγκλωβισμένοι στη δική τους αδιέξοδη λογική. Στο όνομα της μετεξέλιξης του υφιστάμενου κράτους είναι υποχρεωμένοι να αποδεκτούν και τις συνθήκες εγκαθίδρυσης και τις συνθήκες εγγυήσεων του υφιστάμενου κράτους. Και στο όνομα της μετεξέλιξης είναι επίσης υποχρεωμένοι να αποδεκτούν και τη νέα πραγματικότητα στην Κύπρο, τις διεκδικήσεις των Τουρκοκυπρίων. Η ήττα της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας είναι ολοκληρωτική. Κανένας ξένος δεν τα επέβαλε. Η αδιέξοδη λογική τους τα αποδέχθηκε. Συνθηματολογούν ασύστολα και στο τέλος είναι υποχρεωμένοι να ανακαλύψουν την κενολογία τους.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Χριστόφιας - Ταλάτ: Ποιος λέει την αλήθεια;

Η συνάντηση των δύο ηγετών στην πανηγυρική τελετή – όπως λέχθηκε – της έναρξης των απευθείας διαπραγματεύσεων δε διαφώτισε περαιτέρω τους πολίτες.
Η παρουσία των ΜΜΕ ουσιαστικά καθόρισε και τη στάση των δύο ηγετών. Δηλαδή πιο πολύ ο καθένας - άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό - απευθυνόταν στην κοινότητά του με σκοπό να κερδίσει εντυπώσεις. Δηλαδή ο καθένας στόχευε στο να ακούσει η κάθε κοινότητα αυτά που επιθυμούσε.
Ήταν ένα παιγνίδι προπαγάνδας χωρίς ουσία. Γι αυτό και ο κάθε ηγέτης , μετά τη συνάντηση, συνέχισε την παράστασή σου στη δική του κοινότητα με διαγγέλματα και αναλυτικά κείμενα.
Τα ελληνοκυπριακά ΜΜΕ διευκολύναν στο μέγιστο βαθμό την πολιτική Χριστόφια. Προέβαλαν λοιπόν αναλυτικά τα λεχθέντα και γραφέντα από τον κ. Χριστόφια χωρίς καν να μπαίνουν στον κόπο να τα αξιολογούν. Συνεχίζουν τα ΜΜΕ να εντοπίζουν ανύπαρκτες διαφορές ανάμεσα στους δύο ηγέτες και να δραματοποιούν την κατάσταση χωρίς σοβαρό λόγο.
Οι ξένοι αποδίδουν τα εύσημα στους δύο ηγέτες με βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς που τους εκθειάζουν,ώστε να συνεχίσουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.
Από την άλλη ο Ταλάτ, χωρίς να αποφεύγει τους λαϊκισμούς, ήταν σταθερός στις θέσεις του αλλά και ξεκάθαρος. Ουσιαστικά εδώ και μήνες επαναλαμβάνει τις ίδιες απόψεις και οι συνομιλίες προχωρούν χωρίς πρόβλημα. Αυτός που κάθε λίγο και λιγάκι διαφοροποιεί τις θέσεις του, ανάλογα με το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, είναι ο κ. Χριστόφιας.
Επομένως η πιο αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης είναι ο κ. Ταλάτ. Όσα υποστηρίζει συνάδουν με τα συμφωνηθέντα των δύο ηγετών και οι όποιες αντιδράσεις της ελληνοκυπριακής ηγεσίας δεν είναι επί της ουσίας αλλά με την έννοια ότι οι δηλώσεις του δεν είναι υποβοηθητικές για την όλη διαδικασία.
Πιο αξιόπιστη λοιπόν πηγή πληροφόρησης, πιο κοντά στην αλήθεια, είναι ο κ. Ταλάτ
. Αύριο αναλυτικά το γιατί με συγκεκριμένα επιχειρήματα. Αυτό το κείμενο είναι η πρώτη εντύπωση.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Jeremy Rifkin
“Η νέα εποχή της πρόσβασης»
Το βιβλίο αυτό του Αμερικανού συγγραφέα Τζ. Ρίφκιν εκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα το 2001 από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα – Α.Α.Λιβάνη».
Ο συγγραφέα περιγράφει τις αλλαγές που γίνονται σήμερα στον κόσμο. Με αφετηρία την οικονομία επεκτείνεται και στο άτομο και στο κράτος και στο έθνος. Δηλαδή αναφέρεται τόσο στην ατομική ζωή όσο και στην κοινωνικοικονομική και πολιτική ζωή.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις οικονομικές αλλαγές τις οποίες προσεγγίζει από πολλές πλευρές: τεχνολογική κοινωνία και δημιουργία δικτύων, άϋλη οικονομία, από την ιδιοκτησία στη χρήση, η εμπορευματοποίηση της κουλτούρας.
Εκτενής είναι η αναφορά του στην απομείωση της σημασίας της ιδιοκτησίας. Δικαιολογημένα αφού όλη η νεοτερικότητα σε ατομικό –κοινωνικό –πολιτικό επίπεδο οικοδομήθηκε στη βάση της ιδιοκτησίας.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η προσέγγισή του για το νέο τύπο ανθρώπου που δημιουργείται στις νέες συνθήκες.
Γενικά είναι χρήσιμο βιβλίο για αυτούς που προσπαθούν να κατανοήσουν τι γίνεται στον κόσμο σήμερα. Για όσους έχουν δεδομένη την «αλήθεια», το βιβλίο δεν θα τους προσφέρει τίποτα.