Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Η κυριαρχία, οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοι

Από την έναρξη των συνομιλιών Χριστόφια – Ταλάτ για επίλυση του κυπριακού προβλήματος οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν σχεδόν καθημερινά για τη μια και μόνη κυριαρχία του κράτους. Ξυπνούν και κοιμούνται και η μοναδική τους έγνοια είναι η κυριαρχία του κράτους και όχι οι εγγυήσεις ούτε οι πρόσφυγες και το ιδιοκτησιακό.
Γιατί τόση αγωνία από τους ελληνοκύπριους πολιτικούς για την κυριαρχία του κράτους; Γιατί τα ΜΜΕ συμβαδίζουν με τις προτεραιότητες των πολιτικών και των κομμάτων;
Μια κυριαρχία του κράτους σημαίνει στην πράξη ότι το νομικό μόρφωμα του κράτους θα συνεχίσει να είναι ο ιδιοκτήτης του πολιτικού συστήματος. Όλη η εξουσία , όλες οι αρμοδιότητες θα ανήκουν στο κυρίαρχο κράτος.
Αυτή η αναφορά δεν έιναι αρκετή για να κατανοήσει κάποιος τα διαδραματιζόμενα. Απαιτείται ακόμα ένα ερώτημα: ποιοι θα νέμονται την εξουσία του κράτους, ποιοι δηλαδή θα είναι οι κυρίαρχοι στον τόπο μας; Την κυριαρχία του κράτους τη νεμονται τυπικά οι πολιτικοί , όταν καταλάβουν ένα αξίωμα. Στην πράξη όμως η εξουσία παρασκηνιακά μεταφέρεται στα κόμματα, στα ΜΜΕ και στις διάφορες ομάδες πίεσης, όπως η ηγεσία της εκκλησίας Αυτοί είναι ουσιαστικά οι κυρίαρχοι επί της κοινωνίας. Αυτοί αποφασίζουν και καθορίζουν το μέλλον όλων μας.
Επομένως η αγωνία των κομμάτων και των ΜΜΕ για το θέμα της κυριαρχίας σχετίζεται άμεσα με το μέλλον τους, τη διατήρηση των κεκτημένων τους. Με τη διαιώνιση του υφιστάμενου καθεστώτος θα καρπώνονται δύναμη, πλούτο και προνόμια. Η κυριαρχία του κράτους αποτελεί την εγγύηση ότι θα συνεχίσουν απρόσκοπτα να εκμεταλλεύονται την κοινωνία, την οποία προορίζουν να ιδιωτεύει.
Και καλά η δουλειά του κυρίαρχου είναι να κυριαρχεί. Όμως ο κυριαρχούμενος;
Με ποιο σκεπτικό ο πολίτης να συναινέσει να έχει το ρόλο του κυριαρχούμενου, του υπηκόου; Για να συνεχίσει να βιώνει το σημερινό καθεστώς της ανισότητας, της αδιαφάνειας, της διαφθοράς;
Για να περιοριστεί , όπως θέλουν οι κομματάρχες, στο να τους νομιμοποιεί στην εξουσία του κράτους και ύστερα να γίνεται χειροκροτητής; Για να έχει μόνο ένα πολιτικό δικαίωμα, να ψηφίζει κάθε πέντε χρόνια τους φορείς της εξουσίας και ο ίδιος να παραμένει στη συνέχεια χωρίς κανένα πολιτικό δικαίωμα; Είναι δυνατόν να σου λένε ότι έχεις μόνο ένα πολιτικό δικαίωμα, μια φορά κάθε πέντε χρόνια να εκχωρείς το πολιτικό σου δικαίωμα;
Ο κυριαρχούμενος πολίτης που συναινεί σε τέτοιες επιλογές δεν είναι ελεύθερος. Και δυστυχώς σε τέτοιες επιλογές που κατοχυρώνουν τα συμφέροντα της κυρίαρχης ολιγαρχικής τάξης συναινούν και εθνικιστές και διεθνιστές. Κοινό τους στοιχείο ότι αναπαράγουν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Γίνονται αφελή φερέφωνα της «ιδεολογίας» που τους εμφυτεύουν οι ιδιοτελείς. Και δίνουν όλοι μαζί τη μάχη με στόχο να παράμείνουν κυριαρχούμενοι σύμφωνα με τις προσταγές του αφέντη!!!
Προοδευτικός λοιπόν δεν είναι ούτε ο εθνικιστής ούτε ο διεθνιστής. Η ύπαρξή τους σε τελική ανάλυση καθορίζεται θετικά ή αρνητικά από το έθνος. Δεν καθορίζεται από τις απαντήσεις που δίνουν στο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα Προοδευτικός λοιπόν είναι ο πολίτης που έχει ως κριτήριο αξιολόγησης και επιλογής την ελευθερία του ανθρώπου σε ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Και ιδεολογικά ταυτίζεται με κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για την ελευθερία του είτε ονομάζεται Έλληνας είτε Τούρκος είτε Ιρακινός είτε .... Ακόμα μπορεί να ταυτίζεται και με την τουρκοκυπριακή ηγεσία, αν προτείνει κάτι που προάγει την ελευθερία του ανθρώπου και να διαφωνεί με την ελληνοκυπριακή ηγεσία.
Και αν τα ελληνοκυπριακά κόμματα, ΜΜΕ, εκκλησία επιθυμούν να κατοχυρώσουν την κυριαρχία τους και τα συμφέροντά τους,δηλαδή επιθυμούν να είναι κυρίαρχοι, εγώ προσωπικά δεν επιθυμώ να είμαι κυριαρχούμενος. Δεν έχω απολύτως κανένα λόγο να αφεθώ να κυριαρχηθώ. Εσείς;

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Κυπριακό πρόβλημα: ενιαία εκλογή ή αυτοτελής εκπροσώπηση κάθε κοινότητας;

Αναφορικά με τη συγκρότηση της εξουσίας της κεντρικής πολιτείας μια διαφορά ανάμεσα στους συνομιλητές είναι: προεδρικό σύστημα ή προεδρικό συμβούλιο. Για το ζήτημα αυτό έχω παραθέσει τις απόψεις μου υποστηρίζοντας ότι το συμφέρον της κοινωνίας είναι το προεδρικό συμβούλιο.
Προέκταση του πιο πάνω ζητήματος είναι ο τρόπος εκλογής, η νομιμοποίηση των φορέων της εξουσίας στα συγκεκριμένα αξιώματα. Οι διαφορές των δύο πλευρών είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Και ο μεν Χριστόφιας υποστηρίζει η σύνολη κοινωνία να αποτελέσει ενιαίο εκλογικό σώμα που θα εκλέγει με κοινή ψηφοφορία τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο, ενώ ο Ταλάτ φαίνεται να προβάλλει την αυτοτελή για κάθε κοινότητα εκπρόσωπηση στην εξουσία της κεντρικής πολιτείας. Είναι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις με καφαλαιώδες το διακύβευμα για το μέλλον της σύνολης κοινωνίας.
Ενιαία εκλογή της κεντρικής εξουσίας ή αυτοτελής εκπροσώπηση της κάθε κοινότητας στην κεντρική εξουσία; Αυτό είναι το ζήτημα.
Ο κ. Χριστόφιας λοιπόν υποστηρίζει ενιαία εκλογή της κεντρικής εξουσίας. Γιατί; Για να εξασφαλιστεί η ενότητα του λαού!!! Αυτή η προσέγγιση είναι αφελής. Γιατί δεν υπάρχει κανένας νοήμων άνθρωπος που υποστηρίζει ότι η ενιαία εκλογή διασφαλίζει την ενότητα του λαού. Αντίθετα η ενιαία εκλογή σε προεδρικό σύστημα κατοχυρώνει τη διαίρεση του λαού,αφού η εκλογική μειοψηφία μετατρέπεται σε πολιτική μειονότητα ως τις επόμενες εκλογές και πάρα πέρα.Όντας το προεδρικό σύστημα ανταγωνιστικό κατοχυρώνει τη διαίρεση της κοινωνίας. Απλώς με την ενιαία εκλογή η εκλογική μειοψηφία θα είναι δικοινοτική.
Αυτό που κατοχυρώνει η θέση Χριστόφια δεν είναι η ενότητα του λαού αλλά το κομματικό συμφέρον. Γιατί με την ύπαρξη ενιαίου εκλογικού σώματος τα κόμματα θα συνεχίσουν το σημερινό κυρίαρχιο ρόλο τους. Δηλαδή θα είναι οι μεσολαβητές ανάμεσα στην κοινωνία και την κεντρική εξουσία. Θα συνεχίσουν να δρουν εξω-θεσμικά , εξω-συνταγματικά για να νομιμοποιούνται στην εξουσία. Η δε κοινωνία αφού τους νομιμοποιήσει στην εξουσία, θα περιπίπτει πάλι στην κατάσταση του ιδιώτη ως τις επόμενες εκλογές.
Επιπρόσθετα, με το ενιαίο εκλογικό σώμα κατοχυρώνεται ότι δε θα απομειωθεί η εξουσία τους. Η ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος θα παραμείνει στο κράτος. Δηλαδή αφού νομιμοποιηθούν στην εξουσία, θα απολαμβάνουν την ιδιότητα και του εντολέα και του εντολοδόχου περιθωριοποιώντας την κοινωνία. Δηλαδή η κεντρική εξουσία και η νομή της από τα κόμματα θα συνεχιστεί απρόσκοπτα με πρόσχημα την δήθεν ενότητα του λαού!!!
Η αυτοτελής εκπροσώπηση της κάθε κοινότητας στην κεντρική εξουσία συνεπάγεται τη συνοδική συγκρότηση της εξουσίας.
Δηλαδή οι εκπρόσωποι της κάθε κοινότητας έχουν αυτοτελή νομιμοποιητική αναφορά στην κοινότητά τους και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των κατόχων της κεντρικής εξουσίας. Η πολιτική σύνθεση, η σύνθεση του κοινού συμφέροντος της σύνολης κοινωνίας δεν προέρχεται από τη δυναμική αντιπαράθεση της κοινωνίας με την κρατική εξουσία αλλά εντός της πολιτικής εξουσίας. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η ιδιότητα του εντολέα αφαιρείται από την κεντρική εξουσία και μεταφέρεται στις κοινότητες. Το κράτος δεν είναι ο ιδιοκτήτης του πολιτικού συστήματος.
Η συνοδική συγκρότηση της εξουσίας επιβάλλει ότι η πολιτική σύνθεση από τα μέλη της κεντρικής εξουσίας επιτυγχάνεται με την αρχή της ομοφωνίας μεταξύ τους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με την ενισχυμένη πλειοψηφική αρχή.Έτσι δεν μπορούν να αυτονομηθούν έναντι της σύνολης κοινωνίας ούτε και να δημιουργήσουν ενδο-εξουσιαστικές ιεραρχίες. Και το πιο σημαντικό, είναι αδύνατο η εθνοτική μειοψηφία να μετατραπεί σε πολιτική μειονότητα .
Με τη συνοδική συγκρότηση της εξουσίας και την αυτοτελή εκπροσώπηση της κάθε κοινότητας σε αυτή, τα υπαρκτά κόμματα χάνουν τον ήμισυ της υφιστάμενης εξουσίας τους. Παράλληλα εισάγεται στο πολιτικό σύστημα ο έλεγχος των εκπροσώπων της κάθε κοινότητας στην κεντρική εξουσία, αφού αυτή εκπροσωπούν και σε αυτή λογοδοτούν. Δηλαδή εισάγεται η λογική του ελέγχου των φορέων της εξουσίας , που σήμερα είναι ανεξέλεγκτοι ελέω κομμάτων.
Σε αυτά τα πλαίσια η εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας και των φορέων της – της κομματικής εξουσίας – συμβάλλει αποφασιστικά στην απελευθέρωση των πολιτών από τα ποικίλα εξουσιαστικά δεσμά και προσδίδει μια δυναμική εντελώς διαφορετική στη σύνολη κοινωνία. Το ενοποιητικό στοιχείο δε θα είναι η καταγωγή ή η θρησκεία αλλά η διεύρυνση της ελευθερίας, ατομικής –κοινωνικής – πολιτικής όλων των πολιτών.
Επιλογικά υποστηρίζω ότι η δημοκρατική ιδεολογία δεν ταυτίζεται με την αρχή της πλειοψηφίας και της ενιαίας εκλογής του ενιαίου έθνους –κράτους της νεοτερικότητας. Η δημοκρατική ιδεολογία προϋποθέτει όχι την ταύτιση αλλά την απόσπαση του πολιτικού συστήματος από το κράτος, την εναρμόνισή του με τις εθνοτικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, γεωγραφικές ετερότητες της σύνολής κοινωνίας, τη συνοδική συγκρότηση της εξουσίας, τον έλεγχο των αντιπροσώπων ( ύπαρξη πολιτκού δικαίου και όχι ασυλίας ), την πολυ-πολιτειακή οργάνωση της κοινωνίας.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Από το "κράτος δεν είναι θεοκρατικό" στη "θεοκρατική νομιμοποίηση" ελέω κόμματος

Στο Συνέδριο των Αποδήμων (19/8/2008 ) ο Πρόεδρος Χριστόφιας απαντώντας στο Μητροπολίτη Πάφου υποστήριξε ότι « το κράτος δεν είναι θεοκρατικό».
Το αυτονόητο δεν είναι πολιτική θέση. Ούτε ένας στην Κύπρο υποστηρίζει σήμερα ότι έχουμε θεοκρατικό καθεστώς. Προς τι λοιπόν η προβολή του αυτονόητου; Σε επίπεδο επικοινωνιακό έχει σημασία. Γιατί ποιος θα διαφωνήσει με τη θέση του Προέδρου ότι στην Κύπρο «το κράτος δεν είναι θεοκρατικό»; Όλοι ταυτίζονται με τον Πρόεδρο και τη θέση του στην προβολή του αυτονόητου.
Παράλληλα η προβολή του αυτονόητου από τον Πρόεδρο λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Δηλαδή εκτρέπεται η συζητηση από το κύριο ζητούμενο που είναι η λύση του κυπριακού και επικεντρωνόμαστε στις σχέσεις κράτους – εκκλησίας!!! Δηλαδή εκτρέπεται το ενδιαφέρον του πολίτη από τη ζωντανή πολιτική πραγματικότητα, ώστε οι φορείς της εξουσίας να αφεθούν να διαχειριστούν απερίσπαστοι τις «κοινές» υποθέσεις σε συνθήκες αδιαφάνειας και παρασκηνίου.
Η διαφορά λοιπόν του Προέδρου Χριστόφια με τον Μητροπολίτη Πάφου δεν αφορά τη θεοκρατία. Κάτι τέτοιο δεν τέθηκε από κανένα. Η διαφορά τους ακόμα δεν έγκειται στον πολιτικό ρόλο της ηγεσίας της εκκλησίας. Γιατί ο Πρόεδρος Χριστόφιας και το κόμμα του, το ΑΚΕΛ, αναγνώρισαν επανειλημμένα τον πολιτικό ρόλο της εκκλησίας και στη θεωρία και στην πράξη.
Ποια είναι η διαφορά τους; Η διαφορά έγκειται στον αν η ηγεσία της εκκλησίας θα αρθρώνει αυτόνομο πολιτικό λόγο. Ένας λόγος που μπορεί και να διαφοροποιείται από τον πολιτικό λόγο της κυβέρνησης ή πιο σωστά τις κομματικές επιλογές.
Στο σημείο αυτό αναδύονται και οι αντιφάσεις του ΑΚΕΛ. Η αναγνώριση εκ μέρους του πολιτικού ρόλου στην ηγεσία της εκκλησίας αυτόματα εμπεριέχει και το δικαίωμα στην άρθρωση του δικού της λόγου. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να υποστηρίζει με σοβαρότητα πως δικαιούται η ηγεσία της εκκλησίας να έχει άποψη για το κοινό μας καλό, φτάνει η άποψή της να συμφωνεί με των εκάστοτε κυβερνώντων ή των κομμάτων!!! Δηλαδή ο πολιτικός της ρόλος να περιοριστεί στο να καταστεί φερέφωνο της εκάστοτε κυβέρνησης/κομμάτων. Δηλαδή να μην έχει πολιτικό ρόλο ή να είναι απλώς μηρυκαστικός.
Η αντίκρυση του προβλήματος από το ΑΚΕΛ στη βάση μιας κομματικής λογικής –όχι θεσμικής με την έννοια των σχέσεων κράτους –εκκλησίας – το οδήγησε στην άμεση εμπλοκή του στις αρχιεπισκοπικές εκλογές με στόχο να αναδεικτεί στο θρόνο ο εκλεκτός του κόμματος. Η αποτυχία του ΑΚΕΛ να ελέγξει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, δεν οδήγησε σε ένα ξεκαθάρισμα των ρόλων.Αντίθετα, ενέπλεξε την ηγεσία της εκκλησίας στην κομματική διαπάλη. Άλλοι ιεράρχες υποστηρίζουν τη μια κομματική γραμμή και άλλοι την άλλη.
Η άμεση συνύφανση κόμματος και εκκλησίας ή πιο σωστά η εισαγωγή της κομματικής διαπάλης στους εκκλησιαστικούς ηγέτες δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ενεργό εμπλοκή των ιεραρχών στην πολιτική ζωή. Δηλαδή το ΑΚΕΛ προωθεί με τις επιλογές του, αυτό που υποτίθεται δεν επιθυμεί. Και στην πράξη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία στην Κύπρο ενός θεοκρατικού καθεστώτος!!! Γιατί αν αναγνωρίζεις κομματικό ρόλο στους ιεράρχες, τότε δεν μπορείς να τους εμποδίσεις να διεκδικήσουν και πολιτειακά αξιώματα υπό ή χωρίς την κομματική σκεπή!!!
Σε σχέση τώρα με την ιστορία, ο μόνος που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει θεοκρατικό καθεστώς ήταν ο Μακάριος. Ο ίδιος σε δηλώσεις του την 1/4/1959 υποστήριξε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταστή κράτος του θεού»!!! Τότε το ΑΚΕΛ δεν ενοχλήθηκε με τη δηλωμένη θεοκρατία του Αρχιεπισκόπου. Αντίθετα επεδίωξε τη συνεννόηση μαζί του για διαμοιρασμό της εξουσίας του νέου κράτους. Και όταν δεν έγινε κατορθωτό αυτό, τότε στράφηκε εναντίον του στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 1959. Τότε κατηγόρησε το Μακάριο ότι « από Αρχιερέας μεταμορφώθηκε σε κομματάρχη» και ότι «κατακουρέλιασε το κύρος της εκκλησίας ρίχνοντάς την σε εκλογικές διαμάχες». Φυσικά το ΑΚΕΛ στη συνέχεια, όταν συμφώνησε με τον Μακάριο στο διαμοιρασμό των βουλευτικών εδρών, ξέχασε τις κατηγορίες που εκτόξευε κάποιους μήνες προηγούμενα. Και ουσιαστικά νομιμοποίησε τη θεοκρατία!!!
Ουσιαστικά το ΑΚΕΛ ουδέποτε υιοθέτησε στην πράξη τη δημοκρατική αρχή ότι η εκκλησία δεν έχει κανένα πολιτικό ρόλο να διαδραματίσει. Αυτό που επεδίωκε και επιδιώκει το ΑΚΕΛ είναι η συνεργασία της ηγεσίας της εκκλησίας με το κόμμα ή –ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης – η υποταγή/έλεγχος της ηγεσίας της εκκλησίας από το κόμμα. Δηλαδή η προτεραιότητα του ΑΚΕΛ ήταν πάντοτε το κομματικό συμφέρον. Φυσικά ούτε η θεοκρατία ούτε η κομματοκρατία έχουν σήμερα οιανδήποτε σχέση με την πρόοδο και τη δημοκρατική ιδεολογία.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Ήταν συνεταιρικό το κράτος στην Κύπρο το 1960;

Ορισμένοι πολιτικοί στην Κύπρο- ιδιαίτερα από το ΔΗΚΟ και το ΕΥΡΩΚΟ – επιμένουν δογματικά ότι στην Κύπρο το 1960 δεν εγκαθίδρυθηκε συνεταιρικό κράτος!!! Ποια είναι η επιχειρηματολογία που αναπτύσοουν για τεκμηρίωση της θέσης τους;
Ο Α. Αγγελίδης υποστηρίζει ότι η αναφορά σε συνεταιρισμό είναι λανθασμένη «αφού το κράτος που δημιουργήθηκε το 1960 δεν ήταν συνεταιρισμός» αλλά «μια συμφωνία που μας είχε επιβληθεί»!!!
Ως νομικός και ως πολιτικός ο κ. Αγγελίδης οφείλει να γνωρίζει ότι η βούληση του όποιου δυνατού δε μετατρέπεται αυτόματα σε εσωτερικό δίκαιο. Δηλαδή απαιτείται για να νομιμοποιηθεί η βούληση του ισχυρού και η συναίνεση του αδύνατου. Και το 1959 υπήρξε συναίνεση από την ηγεσία των Ελληνοκυπρίων. Και η συναίνεση δημιουργεί δίκαιο. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει. Και σήμερα αν αποδεκτούμε το σχέδιο Ανάν - που είναι η βούληση των ισχυρών – η συναίνεσή μας θα δημιουργήσει δίκαιο. Κάποιοι δικαιούνται να κλαψουρίζουν ότι μας το επέβαλαν οι ξένοι. Η απάντηση είναι πως θα μπορούσαμε να το απορρίψουμε και δεν το πράξαμε. Με λίγα λόγια το 1959 υπήρξε συναίνεση του τότε πολιτικού ηγέτη των Ελληνοκυπρίων Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη συγκεκριμένη λύση. Άλλο πράγμα οι προσδοκίες ή η προπαγάνδα και άλλο η πραγματικότητα.
Επίσης το 1960, όπως υποστηρίζει ο κ. Αγγελίδης, δόθηκε μια λύση η οποία «έδωσε υπερβολικά δικαιώματα στη μειονότητα, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν ήταν συνεταιρικά»!!! Το σύνταγμα του 1960 δεν μιλά για μειονότητα. Ο όρος μειονότητα χρησιμοποιήθηκε μόνο από τους Ελληνοκύπριους πολιτικούς στη βάση της πληθυσμιακής σύνθεσης. Το σύνταγμα όμως αναγνωρίζει πολίτες δύο κοινοτήτων που συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας του κράτους. Η συμμετοχή εκπροσώπων στην άσκηση της εξουσίας του κράτους δεν στηριζόταν στην αριθμητική ισότητα, δηλαδή 50% προς 50%, αλλά στην αναλογική ισότητα που προσέγγιζε ευνοϊκά προς τους Τουρκοκύπριους την αναλογία πληθυσμού. Και στα καθοριστικά ζητήματα έδωσε αριθμητική ισότητα, δηλαδή πολιτική ισότητα, παραχωρώντας το δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκύπριους εκπροσώπους.
Ακόμα ο κ. Αγγελίδης υποστηρίζει ότι ο συνεταιρισμός το 1960 είναι η θέση της τουρκικής πλευράς!!! Άρα, εφόσον είναι θέση της τουρκικής πλευράς, αποκλείεται να είναι και της ελληνοκυπριακής πλευρά. Δηλαδή ότι υποστηρίζουν οι Τούρκοι είναι λανθασμένο και ότι υποστηρίζουν οι Ελληνοκύπριοι είναι το σωστό. Αποκλείεται οι Τούρκοι να πουν κάτι σωστό!!! Η ευφυία έχει κατοικήσει αποκλειστικά στα μυαλά των Ελληνοκύπριων πολιτικών, που έχουν μετατραπεί σε δογματικούς ερμηνευτές της ιστορικής πραγματικότητας!!!
Από την άλλη ο κ. Κουτσού υποστηρίζει ότι στην Κύπρο το 1960 δημιουργήθηκε «ενιαίο κράτος»!!! Τέτοιο πράγμα στην Κύπρο δεν υπήρξε. Στη δύση- ναι - υπήρχε ενιαίο κράτος με την έννοια ότι η εθνοτική ομάδα που κατέλαβε την εξουσία του κράτους μετέτρεψε τις άλλες εθνοτικές /πολιτισμικές ομάδες σε μειονότητες χωρίς δικαίωμα προβολής στον πολιτικό πεδίο , επέβαλε μια και αδιαίρετη κρατική εξουσία, αναγνώρισε μια μόνο εθνική ταυτότητα. Στην Κύπρο τίποτε από αυτά δεν υπήρξε. Πού βλέπει λοιπόν το ενιαίο κράτος το 1960 ο κ. Κουτσού;
Ορισμένοι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί συγχίζουν το βιούμενο σήμερα κράτος με το κράτος του 1960. Το κράτος λοιπόν το 1960 ήταν συνεταιρισμός δύο κοινοτήτων με συμφωνημένους τους όρους σύστασης του συνεταιρισμού.
Η δημοκρατική ιδεολογία αναγνωρίζει την ελευθερία του κάθε ατόμου να επιλέγει όποια συλλογική ταυτότητα επιθυμεί και παράλληλα αυτή η συλλογική ταυτότητα να συμμετέχει στη συγκρότηση της εξουσίας συνοδικά, ώστε να μη μετατρέπεται σε μειονότητα κανένα πολιτισμικό/εθνοτικό/γεωγραφικό υποσύνολο.

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Η σύγκρουση Προέδρου - Αρχιεπισκόπου:αφορμές και αιτίες

Η σύγκρουση Προέδρου – Αρχιεπισκόπου με αφορμή το κυπριακό πρόβλημα αναδεικνύει για μια άλλη μια φορά την ανικανότητα της πολιτικής τάξης στην Κύπρο.
Το κύριο ζητούμενο είναι οι σχέσεις κράτους – εκκλησίας. Για αυτό το μείζον ζήτημα, όλα ανεξαίρετα τα κόμματα είναι ένοχα για τη σημερινή κατάσταση. Γιατί κανένα κόμμα δεν προέβαλε θέσεις που να τοποθετούν την ηγεσία της εκκλησίας σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Ότι δηλαδή η εκκλησία οφείλει να περιοριστεί στο πνευματικό της έργο και δεν έχει κανένα δικαίωμα να ασχολείται με πολιτικά ζητήματα ούτε και με εθνικά γιατί δεν εκπροσωπεί το έθνος.
Αντ΄ αυτού, όλα τα κόμματα με διάφορες σοφιστείες αναγνώρισαν τον πολιτικό ρόλο της εκκλησίας!!!
Και άλλοι την ενέτασσαν στη λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών» (ΔΗΣΥ), και άλλοι της αναγνώριζαν το δικαίωμα στην ελευθερία τςη έκφρασης και του λόγου (ΕΔΕΚ, Οικολόγοι, ΕΥΡΩΚΟ), και άλλοι της αναγνώριζαν και πολιτικό ρόλο αλλά και θεσμικό (ΔΗΚΟ) και άλλοι αναγνώριζαν το σημαντικό κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό της ρόλο (ΑΚΕΛ).
Όλα τα κόμματα νομιμοποίησαν με τη στάση τους – άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλα σε μικρότερο – τον πολιτικό ρόλο του Αρχιεπισκόπου.
Η νομιμοποίηση αυτή δε στηρίζεται ούτε στην ιστορία ούτε στο εθνικό πρόβλημα. Στηρίζεται στην οικονομική δύναμη της εκκλησίας και τη συνεπακόλουθη διαπλοκή, σε μικροκομματικές σκοπιμότητες, καθώς και στην αντιγραφή ιδεολογικών νεοταξικών αναζητήσεων .
Γνωρίζουν οι πολιτικοί ότι ο Αρχιεπίσκοπος ως θρησκευτικός ηγέτης ασκεί επιρροή στο εκλογικό σώμα Και αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η άγρα «θρησκευτικών» ψήφων. Δηλαδή χρησιμοποιείται ο Αρχιεπίσκοπος ως μηχανισμός ελέγχου και χειραγώγησης των πολιτών.
Δεν τους ενδιαφέρει το σύνταγμα ούτε ο νόμος ούτε ο πολίτης.Το καθοριστικό είναι η μη απώλεια ψήφων.
Έτσι υιοθέτησαν το κοινωνικό μοντέλο Μπους – που επιχειρήθηκε να εγκαθιδρυθεί και στην Ελλάδα από τους Χριστόδουλο – Καραμανλή, για συγκατοίκηση κράτους και εκκλησίας. Και επιχειρήθηκε η ανασύσταση της εθναρχίας στην Κύπρο αλλά με δύο πρόσωπα: Τάσσος – Χρυσόστομος Β΄!!! Και επιχειρήθηκε η ανασύσταση της εθναρχίας στα πλαίσια του ίδιου δυισμού: Χριστόφιας – Νικηφόρος!!!
Η σύγκρουση λοιπόν Χριστόφια – Χρυσοστόμου Β΄ έχει ως αφορμή το κυπριακό πρόβλημα. Όμως στη βάση της είναι σύγκρουση μέσα στα πλαίσια του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου, στα πλαίσια της άρχουσας τάξης, στα πλαίσια της σύγκρουσης ολιγαρχικών. Η κάθε πλευρά προσπαθεί να αποκτήσει πλεονεκτήματα για τον εαυτό της σε σχέση με το είδος της λύσης. Παράλληλα είναι ένα ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών με πρόσχημα το κυπριακό, που πιο πολύ προσιδιάζει σε καταστάσεις της μαφίας παρά μιας δημοκρατικής πολιτείας. Και υπάρχουν αναρίθμητα τεκμήρια. Δεν περιέχει κανένα ιδεολογικό ή δημοκρατικό ή κοινωνικό πρόσημο.
Τα παιγνίδια του πολιτικοοικονομικού κατεστημένου θα οξυνθούν στη βάση ενός μελλοντικού διακανονισμού στο κυπριακό και της συνεπακολούθης ανακατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας. Η κοινωνία και το κοινωνικό συμφέρον έχουν προκαταβολικά τεθεί εκτός παιγνιδιού. Και η κοινωνία θα κληθεί να πληρώσει το κόστος της σύγκρουσης των ολιγαρχικών. Όπως γίνεται πάντοτε. Ο πολίτης οφείλει να δράσει ως έλλογο ον. Δηλαδή να απαιτήσει διαφάνεια και επιχειρηματολογία και όχι παρασκήνιο και λαϊκισμό με άκρατη συνθηματολογία.
Η ηγεσία της εκκλησίας λοιπόν δεν έχει κανένα απολύτως πολιτικό ρόλο να διαδραματίσει
. Ο ρόλος της είναι πνευματικός και εκεί πρέπει να περιοριστεί. Για τη νομιμοποίηση της ηγεσίας της εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα αποκλειστικά υπεύθυνα είναι τα κόμματα. Με απλά λόγια δεν είναι δυνατόν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να καλεί τον Αρχιεπίσκοπο στο Προεδρικό για να τον ενημερώσει για το κυπριακό. Γιατί αυτόματα του προσδίδει πολιτικό ρόλο. Και δεν είναι δυνατόν ο Αρχιεπίσκοπος να τον λιβανίζει και ο Πρόεδρος να σιωπά, ενώ όταν τον επικρίνει, να αντιδρά!!! Η λογική του Προέδρου «σου αναγνωρίζω πολιτικό ρόλο, φτάνει να συμφωνείς μαζί μου», είναι παράλογη.
«Όποιος δεν θέλει να είναι το φερέφωνο του ισχυρού δεν πρέπει και να αποδέχεται την εικόνα που προβάλλει και επιβάλλει ο ισχυρός για τον εαυτό του»
Παναγιώτης Κονδύλης

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Η υποχρεωτική ψήφος και η ανομία

Υπάρχει πρόβλημα με την υποχρεωτική ψήφο. Τα κομματικά μυαλά βασανίζονται να βρουν λύση. Και όλο ψάχνουν και όλο δε βρίσκουν.
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Η νομική διάσταση του προβλήματος «υποχρεωτική ψήφος» είναι τραγελαφική.Γιατί;
Το δικαίωμα της πολιτικής ψήφου ρυθμίζεται από το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ειδικότερα το άρθρο 31, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον πίνακα των «θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών» του πολίτη, αναφέρει:
«Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμόδιας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζη εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωνδήποτε τοιούτω νόμω».
Τι σημαίνει η ψήφος είναι δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο; Σημαίνει ότι στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος οι φορείς της εξουσίας του κράτους δεν μπορούν να αναζητήσουν εξω-κοινωνική νομιμοποίηση. Οι φορείς της εξουσίας του κράτους νιμιμοποιούνται στην εξουσία μόνο με την ψήφο των πολιτών. Η ψήφος είναι δηλαδή νομιμοποιητική. Και επαφίεται αποκλειστικά στον πολίτη το αν και το πώς θα την εξασκήσει. Η ψήφος δε συνιστά νομική υποχρέωση του πολίτη απέναντι στους φορείς της εξουσίας του κράτους. Δεν έχει νόημα η φράση «υποχρεωτικό δικαίωμα»!!! Δικαιούχος είναι ο πολίτης και υπόχρεο το κράτος.
Οι φορείς της εξουσίας του κράτους όμως μετέτρεψαν αντισυνταγματικά το πολιτικό δικαίωμα του πολίτη σε νομική υποχρέωση που επιφέρει ποινικές συνέπειες και πρόστιμα μέχρι 200 λίρες!!! Και όσο οι μάζες προσέτρεχαν στους ηγέτες και στα κόμματα, δηλαδή η κοινωνία αποδεχόταν την υποχρεωτικότητα της ψήφου, δεν υπήρχε πρόβλημα.
Όμως την τελευταία εικοσαετία η κοινωνία αμφισβητεί την υποχρεωτική ψήφο. Δεκάδες χιλιάδες νέοι αρνούνται να εγγραφούν στον εκλογικό κατάλογο (υπολογίζονται σε 75-80 χιλιάδες ). Και ενώ η αποχή από τις βουλευτικές εκλογές το 1991 ήταν 7%, το 2006 ανήλθε στο 11%. Και ενώ τα λευκά το 1996 ήταν 1,82%, το 2006 ανήλθαν στο 2.27%.Και ενώ τα άκυρα το 1996 ήταν 2.37%, το 2006 ανήλθαν στο 3.30%. Δηλαδή με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται ότι ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών αρνείται να νομιμοποιήσει με την ψήφο του τους φορείς της εξουσίας, τα κόμματα. Αποστασιοποιείται από αυτό που τα κόμματα ονομάζουν πολιτική.
Από το 2001 ο Γ. Εισαγγελέας δεν διώκει κανένα που δεν προσέρχεται να ψηφίσει. Και πολύ λογικά αφού τυχόν εφαρμογή της «παράνομης» νομοθεσίας, θα έιχε ως αποτέλεσμα τη δίωξη δεκάδων χιλιάδων πολιτών. Από την άλλη η αστυνομία είναι αδύνατο να μελετήσει τόσους φακέλους και να τους οδηγήσει στο δικαστήριο.
Έτσι αυτή τη στιγμή έχουμε ένα «παράνομο» νόμο που δεν εφαρμόζεται!!!
Τα κόμματα διχάζονται για την τροποποίηση του νόμου για την υποχρεωτική ψήφο. Και ενώ υπάρχει πρόβλημα, τα κόμματα το διαιωνίζουν γελοιποιώντας κάθε έννοια νομική και δικαιϊκή!!! Γιατί τόση δυστοκία εκ μέρους των κομμάτων;

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Μια επιστολή σε εφημερίδα ενός συμπολίτη μας ή πικρές αλήθειες σε λίγες γραμμές

Στις εφημερίδες που διαβάζω το μάτι μου πηγαίνει πρώτα στις επιστολές των συμπολιτών μας. Τις διαβάζω πάντοτε με την ελπίδα ότι θα βρω κάποια νέα σκέψη, άλλη ανησυχία, διαφορετικό προβληματισμό. Και πάντοτε κάτι ανακαλύπτω. Και αισιοδοξώ ότι κάτι μπορεί να αλλάξει σε αυτό το δύσμοιρο τόπο.
Παραθέτω λοιπόν αυτούσια την επιστολή ενός συμπολίτη μας που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα στις 18 Αυγούστου 2008.
«Εσάς τους πολιτικούς που μας βλέπετε από ψηλά απομονωμένους, αφελείς, χωρίς άποψη, και έχετε την εντύπωση ότι είμεθα μαριονέττες, σας ρωτώ:
Γιατί κύριοι, γενικά και ανεξαίρετα πολιτικοί όλων των κομμάτων, βαπτίσατε τους Ελληνοκύπριους ψηφοφόρους σας απλοϊκούς πολίτες;
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πάλιν ερωτώ: Για την καταστροφική πορεία και τη σωρεία λαθών για τριάντα τέσσερα και πλέον χρόνια για την εξωτερική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης, ποιοι ευθύνονται;
Για να φθάσουμε εδώ που φθάσαμε ευθύνονται οι πολιτικοί μας ή ευθύνονται οι απλοϊκοί πολίτες;
Τουλάχιστον φροντίστε να μην κάνετε λάθη εσείς όλοι οι πολιτικοί όλων γενικά και ανεξαίρετα των κομμάτων από εδώ και πέρα. Για το λόγο ότι υποφέρουν όλοι οι πολίτες αυτού του μαρτυρικού τόπου με τα δικά σας λάθη».
Σε λίγες γραμμές απεικονίζει εύστοχα την πολιτική πραγματικότητα. Ένας πολίτης που υπερασπίζεται την κοινωνία απέναντι στους πολιτικούς.
Πρώτα η ύβρις των πολιτικών απέναντι σε πολίτες ότι δήθεν είναι «απλοϊκοί», «απλοί», «αμαθείς».Τα ίδια λέει ο κάθε ολιγαρχικός για να θεμελιώσει την εξουσία του από τον 19ον αιώνα. Γιατί ο κάθε ολιγαρχικός –«δεξιός ή αριστερός» - νομιμοποιείται να κατέχει ο ίδιος ην εξουσία μόνο στη βάση της παραδοχής «τους αμαθούς όχλου». Ότι δηλαδή ο λαός δεν ξέρει, ενώ οι ίδιοι είναι οι ειδικοί!!!
Ύστερα η μη ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τους πολιτικούς για τα τραγικά λάθη τους. Από τη μια παρουσιάζονται ως οι πλέον αρμόδιοι αλλά όταν έρθει η ώρα της ευθύνης το παίζουν αναρμόδιοι!!! Φταίει ο ιμπεριαλισμός, οι Αγγλοαμερικάνοι, οι Τούρκοι, η χούντα. Λες και το σύμπαν μεταφυσικά συνωμότησε εναντίον μας!!! Λες και ο τόπος δεν έχει κυβέρνηση και διαθέτει απλώς κάποιους «απλοϊκούς πολιτευτές», που είναι πιόνια στα χέρια των ξένων!!! Και οι πολιτικοί θέλουν να αποφασίζουν οι ίδιοι αλλά να μην έχουν ευθύνες. Λες και ζούμε την περίοδο της φεουδαρχίας με το απαραβίαστο και το ανεύθυνο του μονάρχη!!!
Ακόμα θέτει το θέμα των συνεπειών στο κοινωνικό σύνολο από τα λάθη των πολιτικών. Ή όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης το πολιτικό έγκλημα – άγνωστη έννοια στις μέρες μας – τιμωρείται πολύ πιο αυστηρά από το ατομικό γιατί βλάπτει πολύ περισσότερους.
Και για να προεκτείνουμε λίγο τα πράγματα: το κυπριακό πρόβλημα μετά το 1960 είναι πράγματι πρόβλημα διαφοράς Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ή διαφορά των Ελληνοκύπριων φορέων της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους φορείς εξουσίας;

Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Νότια Οσετία: Μια άλλη ανάγνωση των εξελίξεων

Η αναζωπύρωση του προβλήματος στη Ν. Οσετία έδωσε τροφή στα ΜΜΕ. Η εικόνα που προβάλλουν πιο πολύ προκαλεί σύγχυση παρά υποβοηθά τους πολίτες «να ενημερωθούν». Εικόνες από τα βάσανα των πολιτών , η στάση του ηγέτη της Γεωργίας, η στάση της ηγεσίας της Ρωσίας και των ΗΠΑ, τα οικονομικά συμφέροντα και άλλα πολλά. Όσο πιο πολύ διαβάζεις, όσα πιο πολλά ακούεις, τόσο πιο πολύ συγχίζεσαι!!!
Η κατανόηση ενός συμβάντος σήμερα στον πλανήτη με την τόσο στενή συνύφανση εξωγενών και εσωγενών παραγόντων και από την άλλη η υιοθέτησή τους ή η μετάλλαξή τους στο εσωτερικό ενός κράτους, καθορίζουν και την οπτική προσέγγισης του συγκεκριμένου προβλήματος. Ένα πρόβλημα πολιτικό που αφορά όχι μόνο την Ν. Οσετία και τη Γεωργία αλλά το πλανητικό σύστημα (κοσμοσύστημα).
Το πρώτο λοιπόν που επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Ν. Οσετίας είναι ότι τόσο στις διεθνείς σχέσεις όσο και στο εσωτερικό των κρατών εφαρμόζεται ο νόμος της δύναμης. Δηλαδή ο κάτοχος της ισχύος προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του στον πιο αδύνατο χρησιμοποιώντας την ωμή βία.
Σε αυτά τα πλαίσια -ο νόμος της δύναμης – η ηγεσία της Γεωργίας προσπαθεί με τη βία να ενσωματώσει στο κράτος της μια περιοχή που διεκδικεί την αυτονομία της. Δηλαδή η εθνοτική πλειονότης που κατέχει το κράτος προσπαθεί να αφαιρέσει από μια εθνοτική μειονότητα το δικαίωμα στην αυτονομία., στην εσωτερική πολιτειακή αυτοθέσμισή της.
Η καταπίεση εθνοτικών και πολιτισμικών μειονοτήτων στη νεοτερικότητα συνδέεται με την κληρονομημένη λογική του έθνους –κράτους. Η απομείωση της εξουσιαστικής κυριαρχίας του κράτους στις μέρες μας σε συνάρτηση με την οικονομική μετανάστευση που διαφοροποιεί την ταυτότητα του έθνους – κράτους, απελευθερώνει καταπιεσμένες μειονότητες οι οποίες διεκδικούν το δικαίωμα της αυτονομίας. Το πρώτο πρόβλημα λοιπόν που αναδύεται με ιδιαίτερη ένταση στις μέρες μας και που θα οξυνθεί στο μέλλον, είναι αυτό της αυτονομίας των μειονοτήτων στα διάφορα κράτη.
Τη στιγμή λοιπόν που η ηγεσία της Γεωργίας χρησιμοποιεί στο εσωτερικό της το νόμο της δύναμης, ένα άλλο κράτος χρησιμοποιεί τον ίδιο νόμο, η Ρωσία. Η επέμβαση της Ρωσίας γίνεται με επίκληση της εθνοτικής μειονότητας της Ν. Οσετίας και εξυπηρετεί κύρια τα συμφέροντα της Ρωσίας στην αντιπαράθεσή της με τη δύση. Χρησιμοποιεί η Ρωσία το νόμο της δύναμης, όπως τον χρησιμοποιούν και οι δυτικές δυνάμεις. Γιατί και στο διεθνές περιβάλλον δεν επικρατεί το διεθνές δίκαιο – αυτό το επικαλείται πάντοτε ο αδύνατος για να ισχυροποιήσει τη θέση του – αλλά η λογική της ισχύος. Και εδώ αναδεικνύεται το δεύτερο πρόβλημα, δηλαδή ο νόμος της δύναμης ως τρόπος ρύθμισης των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη.
Η συνύφανση λοιπόν εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής σήμερα αναγάγει σε κυρίαρχο τρόπο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων στο εσωτερικό των κρατών και στο διεθνές περιβάλλον το νόμο της δύναμης. Η ισχύς δεν οριοθετείται, δεν περιορίζεται σε κάποια κανονιστικά πλαίσια. Το πολιτικό φαινόμενο ταυτολογείται παντού στη βάση των συσχετισμών δύναμης και της σύνθεσης των συμφερόντων.
Η περίπτωση της Ν. Οσετίας λοιπόν θέτει το πρόβλημα της αυτονομίας των υπαρκτών μειονοτήτων στα διάφορα κράτη και την καθολική εφαρμογή του νόμου της δύναμης. Το ζητούμενο για τον άνθρωπο σήμερα είναι πώς δε θα θυματοποιείται ο ίδιος από τέτοιες προσεγγίσεις. Πώς δε θα αξιοποιούνται από εξωτερικές δυνάμεις οι εσωτερικές διαμαχές και να αιματοκυλίζονται οι κοινωνίες.
Το παράδειγμα λοιπόν της Γεωργίας και της Ν. Οσετίας , όπως και πολλών άλλων περιοχών στον πλανήτη, προβάλλει επιτακτικά την ανάγκη να διαφοροποιηθούν τα πολιτικά συστήματα των κρατών ώστε να ξεφύγουν από την λογική του έθνους – κράτους, όπως έγινε αντιληπτό στη νεοτερικότητα. Σε αυτά τα πλαίσια να αναγνωριστεί σε κάθε μειονότητα εθνοτική/πολιτισμική το δικαίωμα στην αυτονομία και, παράλληλα, να προβάλλεται στο πολιτικό πεδίο, ώστε να συμμετέχει και αυτή στη διαμόρφωση του δημοσίου συμφέροντος , του κοινού καλού. Δηλαδή να μην αισθάνεται η κάθε εθνοτική μειονότητα ότι μπορεί να γίνει και πολιτική μειονότητα, ότι δεν κινδευνεύει από την εθνοτική πλειονότητα. Η εγκαθίδρυση πολιτικών συστημάτων στο εσωτερικό των κρατών που δε θα στηρίζονται στη λογική της δύναμης , θα τους γλυτώσει από τις διαμάχες, τις συγκρούσεις και το αιματοκύλισμα.
Αν η νεοτερικότητα οικοδομήθηκε αρχικά με βαση «την αρχή των εθνοτήτων», στη συνέχεια «την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών», τώρα η ανάγκη του ανθρώπου επιβάλλει την αναγνώριση «της αρχής της αυτονομίας των συλλογικών ταυτοτήτων στα πλαίσια των κρατών».
Στο διεθνές περιβάλλον τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια προσπάθεια για ένα διαφορετικό δρόμο στις σχέσεις των κρατών. Δηλαδή συνιστά και μια προσπάθεια οριοθέτησης της δύναμης στις σχέσεις των κρατών με την έννοια ότι εγκαθιδρύεται ένα κανονιστικό πλαίσιο, που οριοθετεί τη δύναμη στη ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης.
Στο νόμο της δύναμης των όπου γης ισχυρών, στο «νόμο της ζούγκλας των μικρών και των μεγάλων θηρίων», οι κοινωνίες έχουν συμφέρον στο παρόν στάδιο να προβάλουν το δικαίωμα στην αυτονομία, στην ελευθερία, στον αυτοκαθορισμό κάθε συλλογικής ταυτότητας ή και άλλης.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Για τη μια ιθαγένεια: μυθοπλασία και ιστορία

Το θέμα της ιθαγένειας έχει ενταχθεί και αυτό στην πολιτική διαμάχη. Σύσσωμοι οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί υποστηρίζουν τη «μια ιθαγένεια», χορηγός της οποίας θα είναι η κεντρική πολιτεία. Σε σχέση με την ιθαγένεια πάλι συνδέονται και άλλες αντιλήψεις: είμαι Ελληνοκύπριος ή Κύπριος, πολυπολιτειότητα ή μονοπολιτειότητα, το έθνος και το κράτος, ο ένας λαός ή οι δυο λαοί κλπ..Φυσικά πέρα από τις όποιες ανιλήψεις, προσδοκίες και στοχεύσεις η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα θα αποτυπωθεί στην όποια λύση και όχι η εφευρετικότητα του όποιου ειδικού.
Για σκοπούς επικοινωνίας αυτό που η νεοτερικότητα ονομάζει υπηκοότητα/ιθαγένεια το αποδίδω με τον όρο πολιτειότητα, η ιδιότητα του πολίτη. Διακρίνω επίσης τη συλλογική ταυτότητα (Ελληνοκύπριος / Τουρκοκύπριος) από την πολιτειότητα (Κύπριος πολίτης).
Θεωρητικά λοιπόν η συλλογική ταυτότητα ορίζει το συλλογικώς ανήκειν του κοινωνικού όντος και δε συνδέεται αυτόματα με την πολιτειότητα. Άλλο ζήτημα σε ποια κοινότητα ταξινομεί κανείς τον εαυτόν του από άποψη ταυτοτική και άλλο η ιδιότητα του πολίτη και άλλο η πολιτειακή του λειτουργία.
Η πολιτική συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας προσδιορίζει το πεδίο της πολιτειότητας. Η καταστατική αναγνώριση του ατόμου ως οργανικού μέρους της ταυτοτικής ομάδας αποτελεί τη θεμέλια βάση για την αναγνώριση της πολιτειότητας.
Ποια είναι η ταυτοτική ομάδα που νομιμοποιείται να συγκροτηθεί πολιτειακά, έτσι ώστε να τοποθετείται ως «χορηγός» πολιτειότητας;
Στην Κύπρο με το σύνταγμα του 1960 νομιμοποιήθηκαν δύο ταυτοτικές ομάδες, η ελληνική και η τουρκική, ως χορηγοί πολιτειότητας. Δηλαδή με το σύνταγμα του 1960 αναγνωρίστηκε η ύπαρξη δύο συλλογικών ταυτοτήτων, δύο κοινοτήτων. Ή ένταξη του ατόμου στις μια από τις δύο κοινότητες ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη.
Σε αυτά τα πλαίσια το κάθε άτομο ήταν ελεύθερο να επιλέξει όποια κοινότητα ήθελε.
Τα άτομα που πολιτισμικά δεν ανήκαν στις δύο κοινότητες, έπρεπε να επιλέξουν να ενταχθούν είτε ατομικά είτε ομαδικά στη μια από τις δύο. Δηλαδή όσα άτομα αυτοπροσδιορίζονταν ως Μαρωνίτες, οι Αρμένιοι, οι Λατίνοι, αυτή η συλλογική τους ταυτότητα δεν ήταν «χορηγός» πολιτειότητας. Σε αυτές τις ομάδες δεν κατοχυρώθηκε το δικαίωμα να συγκροτηθούν πολιτειακά. Έτσι αναγκάστηκαν να ενταχθούν ατομικά ή ομαδικά στις μια από τις δύο νομιμοποιημένες κοινότητες προκειμένου να αποκτήσουν το δικαίωμα του πολίτη.
Στην Κύπρο, το 1960, η συλλογική ταυτότητα των πολιτών σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ενσαρκωθεί από την κεντρική πολιτεία. Δηλαδή στην Κύπρο δεν ήταν εφικτό να λειτουργήσει η ιδιότητα του πολίτη του έθνους-κράτους, όπως υπήρχε στη δύση. Η ιδιότητα του πολίτη στη δύση θεμελιώθηκε με γνώμονα το δόγμα: ένα έθνος/συλλογική ταυτότητα, ένα κράτος/ενιαίο και αδιαίρετο πολιτικό σύστημα, μια ομοιογενής πολιτισμικά κοινωνία/μονοταυτοτική, μια γλώσσα κλπ.. Και στη δύση η εθνοτική ταυτότητα που ενσαρκώνει το κράτος, είχε το πολιτικό δικαίωμα σε πολιτειακή αυτοθέσμιση, ενώ οι άλλες συλλογικές ταυτότητες αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν ή να περιπέσουν στη θέση της μειονότητας με καθαρά πολιτισμική διάσταση και χωρίς καμία προβολή στο πολιτικό πεδίο.
Αντίθετα στην Κύπρο το 1960 αναγνωρίστηκε σε δύο κοινότητες η πολιτειακή συγκρότηση εντός του όλου, δηλαδή της σύνολης κοινωνίας.
Και το κάθε άτομο είχε ουσιαστικά δύο πολιτειότητες και δύο ταυτοτικές αναφορές: ήταν πολίτης της κοινότητάς του και πολίτης της κεντρικής πολιτείας: Ελληνοκύπριος/Τουρκοκύπριος πολίτης αλλά και Κύπριος πολίτης.
Το νομικό μόρφωμα του κράτους απλώς νομιμοποιούσε με μια τυπική νομική πράξη, δηλαδή τη χορήγηση ταυτότητας/διαβατηρίου, την υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα. Η κεντρική πολιτεία παράλληλα κατοχύρωνε σε όλους τους πολίτες, τη σύνολη κοινωνία, συγκεκριμένα ατομικά-κοινωνικά-πολιτικά δικαιώματα (πολιτικός δεσμός και όχι εθνοτικός).
Από το 1964, μετά την αποχώρηση από την κεντρική πολιτεία, οι Τουρκοκύπριοι διατήρησαν την εσωτερική τους πολιτειότητα και την ιδιότητα του πολίτη της κεντρικής πολιτείας. Η διαφορά είναι ότι η εσωτερική τους πολιτειότης δεν είχε προβολή στο επίπεδο της κεντρικής πολιτείας, στην εξουσία της κεντρικής πολιτείας. Έτσι η ελληνοκυπριακή κοινότητα μονοπωλεί την πολιτική εξουσία και οικοδομεί ένα έθνος - κράτος, το οποίο και αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα. Από το1974 και μετά δε διαφοροποιείται η πολιτειότης των Τουρκοκυπρίων. Προχωρούν όμως στην πολιτειακή τους αυτοθέσμιση, δημιουργούν ένα είδος εσωτερικής πολιτείας που δεν εδραζόταν στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Η πολιτειακή τους αυτοθέσμιση κατέστη δυνατή λόγω του γεωγραφικού διαχωρισμού που επήλθε. Παράλληλα διεκδικούν η πολιτεία που έχουν συγκροτήσει να αναγνωριστεί ως κράτος από τη διεθνή κοινότητα.
Η πολιτεία που ιδρύθηκε το 1959 ήταν πολυπολιτειακή και πολυταυτοτική. Και τώρα, σε περίπτωση λύσης, το ίδιο θα είναι. Οι συλλογικές ταυτότητες (κοινότητες ) συγκροτούν πολιτείες και οι πολιτείες συνιστούν την κεντρική πολιτεία. Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι η κοινωνική πραγματικότητα.Συνιστά παραλογισμό η αντίθετη προσέγγιση, ότι δηλαδή η κεντρική πολιτεία δημιουργεί τις επιμέρους πολιτείες και στη συνέχεια χορηγεί μια ιθαγένεια σε όλους και οι κοινότητες εξαφανίζονται!!!

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Τρία χρόνια από την αεροπορική τραγωδία της 14ης Αυγούστου 2005

«Παριπαίζουν μας. Ακόμα λίο θα μας πουν ότι φταίνε τα θύματα γιατί τόλμησαν να αποφασίσουν να παν διακοπές»

Στις 14 Αυγούστου 2005 σκοτώθηκαν 121 συμπολίτες μας κατά την πτώση του αεροπλάνου της αεροπορικής εταιρίας ΗΛΙΟΣ στο Γραμματικό. Την περασμένη Κυριακή τελέστηκε το τρίτο ετήσιο μνημόσυνο των αδικοχαμένων. Τα ΜΜΕ προέβαλαν δεόντως το γεγονός εμπλουτίζοντας το ρεπορτάζ με δηλώσεις των συγγενών των νεκρών.
Ένας από τους συγγενείς που μίλησαν θα ήταν γύρω στα 75, λιγνός και με βλέμμα σπινθηροβόλο. Για το θέμα της τιμωρίας των ενόχων είπε: «Περιπαίζουν μας. Ακόμα λίο θα μας πουν ότι φταίνε τα θύματα γιατί τόλμησαν να αποφασίσουν να παν διακοπές».
Αυτή είναι η αίσθηση ενός πολίτη για το πολιτικό σύστημα και το σύστημα δικαιοσύνης σε αυτό τον τόπο. Και αυτή την αντίληψη, απαύγασμα της πείρας της ζωής, δεν μπορεί να την ακυρώσει ή να τη διαγράψει καμιά κυβέρνηση, κανένας υπουργός, κανένας γενικός εισαγγελέας και κανένα ΜΜΕ. Αυτοί μπορούν να σκηνοθετούν, να μεθοδεύουν σε βάρος των πολιτών και να χαριεντίζονται με τις «επιτυχίες» τους.
‘Ομως τη βαθιά συνειδητοποίηση του πολίτη και της κοινωνίας για το ρόλο της εξουσίας δεν μπορεί να ακυρωθεί. Και αν τώρα αυτή η συνειδητοποίηση ακόμα δεν μπόρεσε να βρει πολιτική έκφραση – η κοινωνία πάντοτε καθυστερεί σε σχέση με τα άρχοντα στρώματα να συνειδητοποιηθεί και να διεκδικήσει λόγω μεγέθους - , το γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει ότι στην κοινωνία δε γίνονται πολιτικές διεργασίες. Και θα έλθει η στιγμή που θα βρουν τρόπο να εκδηλωθούν.
Το κύριο ζητούμενο για τον πολίτη είναι η ανάληψη πολιτικής ευθύνης. Και οι πολιτικά αρμόδιοι για τρία χρόνια προσποιούνται τους αναρμόδιους. Ο ένας Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων ( Κ. Καζαμίας ) υποστήριξε για τα χάλια του Τμήματος Πολιτική Αεροπορίας ότι δε γνώριζε τίποτε. Ό διάδοχός του υποστήριξε ( Χ. Θράσου ) ότι ο ίδιος έκαμε κάτι, ενώ ο προηγούμενος τίποτε. Και οι διάδοχοι κάμνουν έρευνες Τρεις πάγιες μέθοδοι πολιτικής ανευθυνοποίησης στην Κύπρο: άγνοια, μετάθεση πολιτικής ευθύνης, έρευνα.
Αυτά κάνουν οι πάνω. Οι κάτω; 121 συμπολίτες μας νεκροί, κάποια ορφανά, κάποιες κατεστραμμένες ζωές και εκατοντάδες συγγενείς και φίλοι να θρηνούν. Ζητώντας δικαιοσύνη.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Συνέχεια μιας συζήτησης: Η εγκαθίδρυση προεδρικού συστήματος στην Κύπρο το 1959

Το προηγούμενο κείμενο που ανάρτησα στο ιστολόγιο προκάλεσε πιθανόν κάποιες παρανοήσεις. Η ευθύνη είναι δική μου. Γι αυτό θεωρώ σκόπιμο, προκειμένου να διασαφηνίσω τη θέση μου, να δώσω ένα ιστορικό παράδειγμα. Στόχος είναι να επεξηγήσω – όσο μπορώ – το πώς εγώ κατανοώ την πολιτική δυναμική και την ιστορική πραγματικότητα.
Το ερώτημα στο οποίο θα προσπαθήσω να απαντήσω είναι το εξής: Γιατί το 1959 εγκαθιδρύθηκε το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα και όχι κάποιο άλλο; Ή πιο συγκεκριμένα γιατί τότε επιλέχτηκε το προεδρικό σύστημα;

Προσωπικά εκτιμώ ότι η επιλογή του προεδρικού συστήματος είναι συνάρτηση εσωγενών και εξωγενών παραγόντων. Δηλαδή πρέπει να δεις τις εξελίξεις στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον και τους συσχετισμούς δύναμης που επηρέαζουν τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο χώρο αλλά και τους εσωτερικούς συσχετισμούς δύναμης και πώς αφομοιώνουν ή μεταλλάσσουν τα διεθνή δρώμενα. Ακόμα πρέπει να δεις ποια είναι η κοινωνική κατάσταση και αν οι συγκεκριμένες επιλογές συνάδουν με το συμφέρον της κοινωνίας.
Γιατί λοιπόν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Αγγλίας, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων συμφώνησαν το 1959 ότι το σύστημα θα είναι προεδρικό;
Τότε το διεθνές περιβάλλον κινείται στο κλίμα του ψυχρού πολέμου. Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο, το αντι-κομμουνιστικό. Και στην Κύπρο υπάρχει ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα , το ΑΚΕΛ. Επομένως η απομείωση αυτού του κινδύνου είναι καθοριστικής σημασίας για τη λογική της εποχής Ένα κοινοβουλευτικό σύστημα ουσιαστικά θα αναγόρευε σε κυρίαρχο ή σημαντικό παίκτη το ΑΚΕΛ, το μόνο οργανωμένο σύνολο τότε.
Από την άλλη, φορέας αντι-κομμουνισμού στην Κύπρο ήταν η εθναρχία και ο Μακάριος ο Γ΄. Το προεδρικό σύστημα, όντας προσωποπαγές, εύκολα θα έδινε τη δυνατότητα στο Μακάριο να ελέγξει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Ήδη έχει το κεκτημένο του εθνάρχη , κάτι που ήταν αποδεκτό από την κοινωνία, και παράλληλα το σύστημα διοίκησης του υφιστάμενου «δευτερογενούς κράτους στην Κύπρο» ήταν συγκεντρωτικό και οι πολίτες γνώριζαν την εξουσία του Άγγλου διοικητή, αν και την αμφισβητούσαν κατά καιρούς. Ταυτόχρονα το προεδρικό σύστημα ικανοποιούσε και τις πολιτικές φιλοδοξίες του ιδίου του Μακαρίου.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι: η επιλογή του προεδρικού συστήματος συμβάδιζε με τις ανάγκες της κοινωνίας;
Η κυπριακή κοινωνία το 1959 ήταν διπλά διχοτομημένη.Η μια διαίρεση ήταν εθνοτική: Ελληνοκύπριοι-Τουρκοκύπριοι. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία μέσα από την επιλογή του προεδρικού συστήματος θεωρεί ότι εξασφαλίζει – έστω με επιφυλάξεις – ότι δε θα μετατραπεί σε μειονότητα εθνοτική και πολιτική. Αυτός είναι ο κύριος φόβος τους . Γι αυτό και η κύρια έγνοιά τους είναι στα πλαίσια των νέων θεσμών να αποκτήσουν αυτά που είχαν συμφωνηθεί και που θα εξασφάλιζαν όχι την αριθμητική ισότητα αλλά μια μορφή αναλογικής ισότητας στο πολιτικό πεδίο. Παράλληλα όμως το προεδρικό σύστημα με υπέρμετρες εξουσίες στον Πρόεδρο – Αντιπρόεδρο, δηλαδή με ουσιαστικά δύο παίκτες βέτο, παρείχε τη δυνατότητα στην ηγεσία τους να κάνουν και επιλογές εκτός συστήματος, αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτσι ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους δεν αναπτύσσονται ανταγωνισμοί για την κατάληψη της αντιπροεδρίας.
Η άλλη διαίρεση της κυπριακής κοινωνίας ήταν ταξική και αφορούσε κύρια τους Ελληνοκυπρίους. Δηλαδή η ελληνοκυπριακή κοινωνία ήταν διχοτομημένη στη βάση της δεξιάς –αριστεράς που έβρισκαν έκφραση από το ΑΚΕΛ και την εθναρχία. Η ταξική/ιδεολογική αντιπαράθεση διχοτομούσε την ελληνοκυπριακή κοινωνία. Το προεδρικό σύστημα λοιπόν δεν κατοχύρωνε την ενσωμάτωση και των δύο πλευρών στο πολιτικό σύστημα. Αντίθετα η ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον Πρόεδρο ο οποίος κατόρθωσε να το ελέγξει απόλυτα. Γι αυτό και κατά τη μεταβατική περίοδο το ΑΚΕΛ αντιδρά έντονα στις μεθοδεύσεις του Μακαρίου και των ξένων. Όταν ο Μακάριος αποφασίζει να ενσωματώσει το ΑΚΕΛ στο πολιτικό σύστημα (παραχώρηση 5 εδρών στη Βουλή ), οι αντιδράσεις του μετριάζονται. Το πολιτικό πρόβλημα όμως είναι πως η ενσωμάτωση της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα εξαρτιόταν από τον Πρόεδρο ο οποίος μπορούσε να αποφασίσει: ενσωμάτωση ή αποκλεισμό;
Παράλληλα η ταξική/ιδεολογική διαίρεση της ελληνοκυπριακής κοινωνίας έβρισκε έκφραση στους τοπικούς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και όχι στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας. Ήταν μια έντονα πολιτικοποιημένη κοινωνία και οι τοπικοί πολιτικοί θέσμοι αποκτούσαν περιεχόμενο όχι όπως σήμερα στη βάση της επίλυσης τοπικών προβλημάτων, αλλά στη βάση ζητημάτων που αφορούσαν τη σύνολη κοινωνία, το κοινό συμφέρον. Γι αυτό και ως το 1959 οι δήμαρχοι των ελληνικών πόλεων νομιμοποιούνται να αποφασίζουν σε πολιτικά ζητήματα ως εκφραστές του κοινού καλού.Ακόμα η ταξική διαίρεση εκφράζεται και μέσα από διάφορες οργανώσεις της λεγόμενης σήμερα κοινωνίας των πολιτών.
Σε αυτά τα πλαίσια δημιουργείται μια πολιτεία με υπέρμετρες εξουσίες στον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο και με δυνατότητα ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού – μερικού ή ολικού - ή αλλιώς δυνατότητα δημιουργίας πολιτικών ή εθνοτικών μειονοτήτων!!!
Πώς εξελίσσεται η πολιτική διαδικασία που παραπέμπει στους θεσμούς του πολιτικού συστήματος; Πώς αναπτύσσεται η πολιτική δυναμική που βασικά καταγράφει την κοινωνική αντιπαράθεση πέραν του συστήματος;
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι αυτονόητα αποσπασματική γιατί επικεντρώνεται στο προεδρικό σύστημα και την κοινωνία. Μια πιο ολοκληρωμένη ιστορική αφήγηση της σύνολης κοινωνίας θα αφαιρούσε κάποια στοιχεία αλλά και θα προσέθετε κάποια άλλα που επηρεάζουν την πολιτική δυναμική στη συνέχεια.
Προσωπικά εκτιμώ ότι το συμφέρον της κοινωνίας και ιδιαίτερα μιας διαιρεμένης κοινωνίας, όπως η κυπριακή σήμερα, δε συνάδει με προεδρικά - προσωποπαγή και ανταγωνιστικά – συστήματα. Η συνεργασία, η συλλογικότητα, ο διάλογος και η επίλυση διαφορών απαιτούν νέους συλλογικούς θεσμούς. Το άτομο αναγκαστικά θα υπηρετεί το όλον και όχι να ιδιοποιείται την εξουσία για χάριν του όλου.
Αλλά ούτε και το1959 το συμφέρον της κοινωνίας συνήδε με το προεδρικό σύστημα.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

Κυπριακό: Προεδρικό σύστημα ή προεδρικό συμβούλιο;

Η συζήτηση για το πολιτικό σύστημα στα πλάισια μιας λύσης στο κυπριακό αυτονόητα άπτεται και της κατανομής της εξουσίας. Σύμφωνα λοιπόν με τα δημοσιεύματα, υπάρχουν στο τραπέζι τρεις θέσεις: της ελληνοκυπριακής ηγεσίας για προεδρικό σύστημα, της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για ένα ιδιόμορφο προεδρικό συμβούλιο και μια τρίτη, το προεδρικό συμβούλιο όπως προβλέπεται στο σχέδιο Ανάν. Σίγουρα δεν μπορείς να έχεις ολοκληρωμένες θέσεις για το πολιτικό σύστημα στηριζόμενος μόνο στους φορείς εξουσίας της κεντρικής πολιτείας. Όμως η κάθε επιλογή φανερώνει συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις που εδράζονται σε ιδεολογίες και συμφέροντα ατομκά ή κομματικά. Ενάντια στις λογικές των εξουσιοκεντριστών, υπάρχει και μια άλλη διάσταση που τελικά αυτή θα καθορίσει τη βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος, η κοινωνία.
Η πρόταση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας για προεδρικό σύστημα είναι ανιστόρητη. Γιατί προεδρικό σύστημα εγκαθίδρυθηκε και το 1960 και απέτυχε παταγωδώς.Δηλαδή δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την ενότητα της κοινωνίας και της πολιτείας. Το προεδρικό σύστημα με τις εξουσίες που παρέχει στα πρόσωπα, τους δίνει τη δυνατότητα να αυτονομούνται έναντι της κοινωνίας και ουσιαστικά η βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος εξαρτάται από τις προσωπικές επιλογές δύο προσώπων(πρόεδρος –αντιπρόεδρος ). Και είναι τουλάχιστον ανόητο το μέλλον μιας ολόκληρης κοινωνίας να επαφίεται στις επιλογές δύο προσώπων, τα οποία θα έχουν τη δύναμη να μετατρέπουν τη θέλησή τους σε νόμο με καθολική ισχύ.
Όταν λοιπόν η ελληνοκυπριακή ηγεσία προτείνει προεδρικό συμβούλιο δεν είναι το μέλλον της Κύπρου και του «λαού» της που σκέφτεται. Είναι τα συμφέροντα που κατοχυρώνονται μέσα από το προεδρικό σύστημα. Και αυτά είναι τα προσωπικά και κομματικά συμφέροντα και όχι το κοινωνικό.
Το προεδρικό συμβούλιο
είναι μια άλλη μορφή συγκρότησης της κεντρικής εξουσίας, το οποίο ταιριάζει σε έντονα διαιρεμένες κοινωνίες, όπως η δική μας. Η συγκρότηση της εξουσίας δεν είναι προσωποπαγής αλλά συνοδική. Και ο τρόπος λήψης αποφάσεων είναι κατά βάση ομόφωνος. Αυτό παρεμποδίζει τη μετατροπή της εθνοτικής/πολιτικής μειονότητας σε μειοψηφία και την ανάδυση διαλυτικών ανταγωνισμών.Επίσης το προεδρικό συμβούλιο παρεμποδίζει την αυτονόμηση της εξουσίας έναντι της κοινωνίας ή τη δημιουργία ενδοεξουσιαστικών ιεραρχιών.Ακόμα παρεμποδίζει τη λειτουργία της πολιτικής στη βάση της δύναμης και του κομματικού παρασκηνίου.Δηλαδή το προεδρικό συμβούλιο ελβετικού τύπου κατοχυρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό τα συμφέροντα της κοινωνίας έναντι της εξουσίας. Και τα προσωπικά συμφέροντα και τα κομματικά ατονούν στη συνείδηση της κοινωνίας και στην πράξη .
Επομένως η θέση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να απορρίψει το προεδρικό συμβούλιο ελβετικού τύπου δεν εδράζεται σε μια λογική για το κοινό μας καλό, αλλά στην εξυπηρέτηση προσωπικών και κομματικών συμφερόντων σε βάρος του λαού. Εδράζεται στη μοναρχική και ολιγαρχική ιδεολογία. Και είναι και ανιστόρητη!!!

Σάββατο 9 Αυγούστου 2008

Περί των εγγυήσεων των ξένων δυνάμεων και της γνωσιολογικής ανεπάρκειας Ελληνοκύπριων πολιτικών

Το θέμα των εγγυήσεων σε μια ενδεχόμενη λύση συνιστά λεκτικά ακόμα ένα σημείο διαμάχης ανάμεσα σε φωνασκούντες πολιτικούς. Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία θέλει εγγυήσεις από την Τουρκία. Μερικοί Ελληνοκύπριοι πολιτικοί αντιδρούν και θεωρούν τις εγγυήσεις «κόκκινη γραμμή» για τη δική μας πλευρά.
Ως συνήθως Ελληνοκύπριοι πολιτικοί είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας έχει αποδεκτεί τις εγγυήσεις από τις 5/6/2008, οπόταν και υπέγραψε το Μνημόνιο Συναντίληψης με τους Άγγλους. Και στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε και προκειμένου να αποπροσανατολίσει τους πολίτες υποστήριξε και το αμίμητο πως «η θέση μας είναι ότι οι Κύπριοι είναι αρκετά ώριμοι να χειριστούν τις δικές τους υποθέσεις χωρίς εγγυητές και εγγυήσεις»!!! Από τη μια επαναβεβαίωνε στον παρόντα χρόνο τις εγγυήσεις και , από την άλλη, εξέφραζε προς τα έξω αυτό που ήθελε να ακούσει ο πολίτης!!! Η πιο φτηνή προπαγάνδα για αποπρασανατολισμό των πολιτών.
Μάλιστα τότε όλοι οι πολιτικοί ηγέτες χαιρέτισαν – έστω με κάποιες επιφυλάξεις – το Μνημόνιο. Και το χαιρέτισαν γιατί το διάβασαν με βάση την τότε πραγματικότητα. Δηλαδή θεώρησαν ότι με το Μνημόνιο κατοχυρώνεται η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και αποκλείεται το νέο κράτος.
Και για του λόγου το αληθές, το Μνημόνιο της 5ης Ιουνίου ανάφερει τα ακόλουθα:
· Οι δύο χώρες επαναλαμβάνουν τη δέσμευσή τους στις εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους όπως απορρέουν από τις Συνθήκες του 1960.
· Το Ηνωμένο Βασίλειο επαναλαμβάνει τη δέσμευση του στις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την ιδιότητα του της εγγυήτριας χώρας. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει πλήρως να σέβεται τα υφιστάμενα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων των ψηφισμάτων 541 και 550. Ως εκ τούτου το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα υποστηρίξει οποιεσδήποτε ενέργειες που δυνατό να οδηγήσουν στη διχοτόμηση του νησιού ή την αναγνώριση ή την αναβάθμιση οποιασδήποτε ξεχωριστής πολιτικής οντότητας στο νησί.
· Επιπλέον, οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να εργάζονται από κοινού με εποικοδομητικό τρόπο σε όλα τα θέματα που απορρέουν από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης.

Οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί οφείλουν λοιπόν να διαβάζουν σωστά τις εξελίξεις για να μη γίνονται περίγελο. Αν θέλουν μετεξέλιξη του νέου κράτους, τότε αναγνωρίζουν και συνθήκες εγκαθίδρυσης και εγγυήσεις και συμμαχία και βρεττανικές βάσεις. Και για να αλλάξουν αυτά, απαιτείται νέα συμφωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη : Τουρκοκύπριοι, Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία. Και το σχετικό άρθρο 181 του Συντάγματος αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος.
Τις εγγυήσεις λοιπόν τις έχει αποδεκτεί ο εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δ. Χριστόφιας με την ανοχή ή συναίνεση όλων των κομμάτων. Και αν νομίζουν οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί ότι με σκηνοθεσίες και μεθοδεύσεις μπορούν να εξαπατήσουν τους πολίτες, αυτοαπατώνται.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Η εκ περιτροπής προεδρία και ο κ. Άνθος Λυκαύγης

Η εκ περιτροπής προεδρία στα πλαίσια μιας λύσης του κυπριακού προβλήματος ανέδειξε και πάλι διαφορετικές αξιολογήσεις. Οι πολίτες, με τη συνεργασία πολιτικών και ΜΜΕ , βιώνουν μια σύγχυση πρωτοφανή: εναίο και διζωνικό κράτος , συνεταιρισμός ή νέος συνεταιρετισμός, συνιστώσες πολιτείες αφετηριακά ή καταληκτικά, νέο κράτος ή μετεξέλιξη του κράτους, μια ιθαγένεία και μια κυριαρχία ή όχι.
Στο θέμα λοιπόν της εκ περιτροπής προεδρία αναδείχθηκαν δύο θέματα.Το πρώτον ήταν το θέμα της πολιτικής ευθύνης για αποδοχή αυτής της θέσης. Σε αυτό το θέμα, όπως πάντοτε συμβαίνει με τους πολιτικούς στην Κύπρο, άρχισαν να τα φορτώνει ο ένας στον άλλο, να προκληθεί σύγχυση και στο τέλος να μην αναλάβει κανένας την ευθύνη!!! Η πολιτική ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στον Πρόεδρο Χριστόφια ο οποίος αφού οριοθέτησε το πλαίσιο της λύσης με συμφωνίες, προχωρεί και στις επιμέρους επιλογές. Και ο Προεδρος όφειλε να ενημερώσει τους πολίτες για τη συγκεκριμένη απόφασή του.
Το δεύτερο θέμα που αναδείχθηκε, είναι η πολιτειακή διάσταση της συγκεκριμένης επιλογής. Σε αυτή τη διάσταση θα επικεντρωθώ με αφορμή ένα άρθρο του Α. Λυκαύγη στην εφ. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ στις 7/8/2008.
Η εκ περιτροπής προεδρία είναι «συντελεστής φυλετικής διαιρέσεως», αναφέρει ο κ. Λυκαύγης. Η προσέγγιση αυτή εκλαμβάνει το αποτέλεσμα ως αίτιο. Δηλαδή το πολιτικό σύστημα καθορίζει την κοινωνία και όχι η κοινωνία το πολιτικό σύστημα. Στην Κύπρο είναι η κοινωνία διαιρεμένη και στη βάση συγκεκριμένων συλλογικών ταυτοτήτων. Αυτή η πραγματικότητα, υπαρκτή από το 1960, αναπόφευκτα θέτει το πρόβλημα της ενότητας της πολιτείας. Και ακριβώς το πολιτικό σύστημα προκειμένου να ενοποιήσει την κοινωνία, αποδέχεται την αρχή ότι οι δύο κυρίαρχες συλλογικές ταυτότητες θα έχουν προβολή στο πολιτικό πεδίο και μάλιστα στη βάση της πολιτικής ισότητας. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι διαιρετικό της κοινωνίας αλλά ενοποιητικό μιας διαιρεμένης κοινωνίας.
Στη βάση μιας κοινωνικής πραγματικότηττας και στη βάση μιας αποδοχής - πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων - η εκ περιτροπής προεδρία είναι είναι ένα από τα στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν ενοποιητικά για την σύνολη κοινωνία της Κύπρου. Δεν αρκεί. Όμως είναι δεδομένο ότι η αντίκρυση των Τουρκοκυπρίων ως μειονότητας – εθνοτικής και πολιτικής – δε γίνεται αποδεκτό ούτε από τους ίδιους ούτε από τον Πρόεδρο ούτε και από κάθε δημοκρατικό πολίτη.
Η θέση ότι δεν υπάρχει πρόβλημα « εάν ένας Τ/Κ εκλέγεται από το σύνολο του λαού», είναι στη βάση της προβληματική. Γιατί η καθολική ψηφοφορία σημαίνει στην πράξη ότι οι Τ/Κ θα βιώνουν ένα καθεστώς μειονότητας. Εξάλλου αφετηρία της λύσης είναι η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων.
Από την άλλη η καθολική ψηφοφορία – η πλειοψηφία και η μειοψηφία - συνδέθηκε ιστορικά με το κυρίαρχο έθνος – κρατος, τη μια και αδιαιρετη κυριαρχία, τη μια συλλογική ταυτότητα/ιθαγένεια, το νομιμοποιητικό ρόλο της ψήφου γαι τους φορείς της εξουσίας κλπ..
Η αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη μας πληροφορεί ότι υπάρχουν και άλλα είδη πολιτείας, περά από αυτό που βίωσε η νεοτερικότητα. Και υπάρχουν και άλλοι τρόποι συγκρότησης του πολιτικού συστήματος μιας πολιτείας, πιο δημοκρατικοί. Το πρόβλημα λοιπόν σε σχέση με τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος δεν είναι η εκ περιτροπής προεδρία.Αυτή σε μεγάλο βαθμό αφορά στην πράξη τους κατόχους της εξουσίας. Το πρόβλημα είναι η συνοδική συγκρότηση της εξουσίας και όχι η προσωποπαγής και μάλιστα, η λήψη αποφάσεων, ει δυνατόν, στη βάση της ομοφωνίας. Η συνοδικότητα θα εξασφαλίσει την ενότητα της πολιτείας. Και η έννοια της συνοδικότητας είναι πιο κοντά στη δημοκρατική θεωρία και εξυπηρετεί σίγουρα σε μεγαλύτερο βαθμό το συμφέρον της κοινωνίας.
Η προσέγγιση των Ελληνοκύπριων πολιτικών για τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα της λύσης στη βάση «ένα ισχυρό κεντρικό κράτος, ένας ισχυρός ελληνοκύπριος πρόεδρος», είναι κατεξοχήν εξουσιοκεντρική και θα οδηγήσει στη διάλυση της πολιτείας. Το πρόβλημα είναι άλλο: πόσο ισχυρός θα είναι ο δεσμός του πολίτη με την κεντρική πολιτεία ώστε να θέλει να τη στηρίξει δεδομένου ότι αυτός ο δεσμός δε θα είναι εθνοτικός; Ποιο θα είναι δηλαδή το περιεχόμενο της πολιτειότητας (ιθαγένεια/υπηκοότητα); Εκτός και αν πολιτικοί νομίζουν ότι ιθαγένεια σημαίνει «φκάλω σου ταυτότητα»!!! Τέτοια ερωτήματα φυσικά ξεφεύγουν του δημόσιου διαλόγου

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

Η απόφαση των κατοίκων του Κ. Πύργου, οι αντιδράσεις των φορέων της εξουσίας ή μια άλλη ανάγνωση της πολιτικής

Η απόφαση των κατοίκων του Κάτω Πύργου να αποφασίσουν οι ίδιοι και να μην περιμένουν τους φορείς της εξουσίας του κράτους να επιλύσουν το πάγιο αίτημά τους για άνοιγμα του οδοφράγματος του Λιμνίτη, συνιστά μια κατεξοχήν πολιτική πράξη.
Οι κάτοικοι λοιπόν του Κ. Πύργου ως μια επίμερους συνολικότητα – η κοινότητά τους – αποφάσισε να θέσει ένα νέο πλαίσιο διαπραγμάτευσης προκειμένου να επιταχύνει το άνοιγμα του οδοφράγματος του Λιμνίτη. Με ένα εκβιαστικό δίλημμα ουσιαστικά απευθύνονταν οι ίδιοι στην τουρκοκυπριακή ηγεσία προβάλλοντας ένα πάρε – δώσε για να επιτύχουν το στόχο τους στο παρόν.
H απόφαση των κατοίκων του Κ. Πύργου ουσιαστικά συνιστά αμφισβήτηση του πολιτικού μονοπωλίου του κράτους. Σωρευτικά παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα και στο μέλλον θα αυξάνονται. Να θυμηθούμε την αντίδραση του Δήμου Πάφου στο θέμα του περιορισμού στην κατανάλωση νερού, την αντίδραση των αγελαδοτρόφων στο θέμα των αφλατοξίνων. Οι τοπικές κοινωνίες θα διεκδικούν μελλοντικά όλο και περισσότερο να ακουγέται η φωνή τους σε θέματα που σήμερα θεωρούνται αρμοδιότητα των φορέων της κρατικής εξουσίας. Ήδη την αυτονόμησή τους από το κράτος έχουν επιβάλει οι παράμετροι της οικονομίας και την επικοινωνίας. Ήδη οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών – σε περίπτωση που δεν είναι κομματικά παραρτήματα – διαλέγονται απευθείας με το εξωτερικό και γίνονται «καλοί αγωγοί» της νέας τάξης πραγμάτων.
Τα νέα αυτά φαινόμενα συνδέονται με τη νέα πραγματικότητα, που επιγραμματικά αποδίδεται με τον όρο παγκοσμιοποίηση. Συνέπεια της παγκοσμιοποίησης είναι και η αποδυνάμωση του κράτους, με συνεπακολούθο το ανάπτυγμα της ελευθερίας ατόμων και ομαδώσεων και η διεκδίκηση από μέρους τους πολιτικού ρόλου.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των φορέων της εξουσίας;
Ο Πρόεδρος Χριστόφιας και ο κ. Αναστασιάδης συντονίστηκαν και είπαν ότι υπάρχει υπεύθυνη κυβέρνηση για να χειριστεί το θέμα. Φυσικά το κυπριακό δεν είναι η κυβέρνηση που το χειρίζεται αλλά ο Πρόεδρος με το εθνικό συμβούλιο!!!Επίσης η κυβέρνηση μπορεί να είναι αρμόδια. Αυτό δε συνεπάγεται ότι είναι και υπεύθυνη!!! Γενικά οι φορείς της εξουσίας έχοντας τη δύναμη έκαναν το αναμενόμενο, δηλαδή πίεσαν τους κατοίκους να αναιρέσουν την απόφασή τους.
Η αντίδραση των φορέων της εξουσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν πιο ειλικρινής: «εμείς είμαστε λαός και δεν δεχόμαστε εκβιασμούς από κοινοτάρχες»!!! Φυσικά θα μπορούσαν να ορίσουν και οι ίδιοι ένα κοινοτάρχη να συζητά με τον κοινοτάρχη του Κ. Πύργου. Ίσως και να τα κατάφερναν καλύτερα από τους πολιτικούς!!!

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Παρθενογένεση: από την αβεβαιότητα του παρόντος στην αβεβαιότητα του μέλλοντος

Η παρθενογένεση τείνει να γίνει το κυρίαρχο πρόβλημα στις συνομιλίες για το κυπριακό. Η λογική που αποκρύβεται πίσω από τον όρο είναι η προβολή μιας δημιουργικής ασάφειας ώστε η κάθε πλευρά να δίνει τη δική της ερμηνεία για τη λύση που θα δοθεί και να ικανοποιείται έτσι μονομερώς η πολιτική στόχευση της!!! Θα δημιουργήσουμε μια πολιτεία που θα στηρίζεται στη δημιουργική ασάφεια!!!
Με αφετηρία την παρθενογένεση αναπτύσσεται μια ολόκληρη φιλολογία: συνεταιρισμός ή νέος συνεταιρισμός, μετεξέλιξη του υφιστάμενου κράτους ή νέο κράτος, ιδρυτικά κράτη αφετηριακά ή καταληκτικά.
Ουσιαστικά οι δύο πλευρές μέσα απ΄ αυτή τη φιλολογία προσπαθούν να κατοχυρώσουν διαφορετικά πράγματα σε ένα μελλοντικό χρόνο: η τουρκοκυπριακή ηγεσία ότι σε περίπτωση διάλυσης του κράτους δε θα πάθει τα ίδια όπως το 1964, οπόταν το κράτος περιήλθε στους ελληνοκυπρίους, αλλά θα τύχει τότε διεθνούς αναγνώρισης ως ξεχωριστό κράτος, η δε ελληνοκυπριακή πλευρά ότι δε θα έχουν το δικαίωμα απόσχισης σε ένα μελλοντικό χρόνο. Και επικεντρώνονται σε νομικές διαμάχες: η ελληνοκυπριακή ηγεσία θεωρεί ότι το νέος μόρφωμα θα είναι μετεξέλιξη του υφιστάμενου η δε τουρκοκυπριακή ότι θα είναι νέο συνεταιρισμός δύο ιδρυτικών κρατών. Μια και το πρόβλημα μετατρέπεται σε νομικό, ο Ταλάτ απαντά εύστοχα ότι "θα σας υπογράψω ότι δε θα υπάρξει απόσχιση".
Στην όλη διαδικασία έχει εμπλακεί και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με δηλώσεις του (Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, 3/8/2008): «Αντιδρούμε και απορρίπτουμε την ιδέα της παρθενογένεσης....Εάν αναγνωρίσεις ότι ο ομοσπονδιακός συνεταιρισμός θα προέλθει από δύο κράτη και δύο λαούς, τότε αναγνωρίζεις δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και ως προέκταση αυτού, δικαίωμα στην απόσχιση».
Η όλη συζήτηση αναδεικνύει ότι οι πολιτικοί ηγέτες και στις δύο πλευρές είναι ανιστόρητοι. Εννοώ ότι αναπαράγουν τα λάθη του παρελθόντος αφειδώλευτα. Ωσάν οι Άγγλοι να έχουν στήσει το ίδιο σκηνικό όπως το 1960 και μοιράζουν ρόλους. Και το 1960 οι δύο πλευρές συζητούσαν για λύση, αλλά η στάση τους ήταν υποκριτική. Αυτό που τους ενδιέφερε κύρια ήταν να πετύχουν πολιτικούς στόχους σε μελλοντικό χρόνο: ένωση ή διχοτόμηση.Σήμερα οι πολιτικές στοχεύσεις σε μελλοντικό χρόνο –σε περίπτωση διάλυσης του συνεταιρισμού - είναι: ένα ελληνοκυπριακό κράτος ή δύο κράτη. Με τέτοιες λογικές δεν εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της πολιτείας. Απλώς οι ηγέτες εντάσσονται σε ένα ανταγωνιστικό παιγνίδι που η όποια λύση θα αποδειχθεί στο τέλος, ότι δεν ήταν λύση.
Όποια πλευρά και να επιβάλει τη θέλησή της σε σχέση με τη λεγόμενη παρθενογένεση, το πρόβλημα δεν είναι νομικό. Καμιά συμφωνία και κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να κατοχυρώσει το μέλλον, αν λάβει κάποιος υπόψη του και το μεταβατικό αχαρακτήρα της εποχής μας. Το πρόβλημα είναι κοινωνικό και πολιτικό και συναρτάται και από τις εξελίξεις ευρύτερα στο διεθνές περιβάλλον. Η απλή λογική υποστηρίζει ότι στο μέλλον, αν η μια από τις δύο πλευρές δεν είναι ικανοποιημένη από την κεντρική πολιτεία, δηλαδή δεν εκφράζει το συμφέρον της, - άρα υπάρχει η κοινωνική βούληση για αποχώρηση – και παράλληλα το διεθνές περιβάλλον ευνοεί μια τέτοια επιλογή, τότε κανένας νόμος και καμιά συμφωνία δεν μπορεί να παρεμποδίσει την αποχωρήση της μιας πλευράς από την κεντρική πολιτεία και τη σύσταση ξεχωριστού κράτους.
Και όσοι με περίσσια διγλωσσία επικαλούνται το διεθνές δίκαιο, και ο πλέον αδαής μπορεί να αντιληφθεί ότι από τη δεκαετία του 1990 αυτό που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ο νόμος της δύναμης. Λέω διγλωσσία, γιατί ο ίδιος νόμος της δύναμης επικρατεί και στο εσωτερικό των κρατών. Η πολιτική λειτουργία δε στηρίζεται στο νόμο και το σύνταγμα – αυτά έχουν τυπικό χαρακτήρα –άλλά στους συσχετισμούς δύναμης και τη σύνθεση των συμφερόντων εξωθεσμικά.
Δυστυχώς ο τρόπος που τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί κατανοούν και ερμηνεύουν την πραγματικότητα απλώς μπορεί να επιβραδύνει ή να επιταχύνει τις προδιαγεγραμμένες εξελίξεις. Από αυτή την σκοπιά, οι επιλογές τους δεν είναι μια κάποια λύση.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Περί της συνέχειας του ελληνικού έθνους ή μια απόπειρα διαλόγου με αφορμή ένα κείμενο του Ν. Τριμικλινιώτη

Ο Ν. Τριμικλινιώτης δημοσίευσε ένα κείμενο στην εφ. ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ( 3/8/2008 ) με τίτλο: «Χρειάζονται αναθεώρηση τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας»;
Τα σχολικά βιβλία ιστορίας σίγουρα χρειάζονται αναθεώρηση. Αυτό για μένα είναι δεδομένο.
Για να τεκμηριώσει την άποψή του ο κ. Τριμικλινιώτης φέρνει συγκεκριμένα παραδείγματα: «μια περίεργη μουμιοποίηση της ιστορίας» αναφορικά με τη λεγόμενη συνέχεια του ελληνικού έθνους και τη ρατσιστική απεικόνιση του «βάρβαρου άλλου».
«Η χωροχρονική μουμιοποίηση και οικειοποίηση του παγκόσμιου πολιτισμού (ενν. από το ελληνικό έθνος ) είναι άτοπη, ανιστόρητη και σοβινιστική» υποστηρίζει ο Ν. Τριμικλινιώτης. Είναι «εσφαλμένη» λοιπόν η αντίληψη περί της συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Αν κάποιος συμφωνήσει με την άποψη του κ. Τριμικλινιώτη, τότε απαραίτητα πρέπει να δώσει και μια άλλη ερμηνεία του ελληνικού φαινομένου. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της γνωσιολογίας και της μεθοδολογίας για τη προσέγγιση των ελληνικών κοινωνιών, δηλαδή της ερμηνείας του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι.
Με ποιο μέτρο θα αξιολογηθεί το κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο στις ελληνικές κοινωνίες; Και σίγουρα δε θα είναι το «παράδειγμα» της εποχής μας.Δε θα είναι δηλαδή η αντίληψη της νεοτερικότητας για τον κόσμο. Γιατί μια τέτοια προσέγγιση σαφέστατα εμπεριέχει μια αξιολόγηση. Δηλαδή θεωρεί το βιούμενο ως το ανώτερο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπου και έχει την απαίτηση να υποτάσσει και να αξιολογεί τους πάντες και τα πάντα με βάση το διατακτικό της. Θέλω να πω ότι η αντίληψη της δύσης για τον κόσμο δεν είναι δυνατόν να έχει καθολική ισχύ.
Εφόσον λοιπόν η ιστορία είναι επιστήμη απαιτείται να συγκροτήσει ένα «καθολικής αξίωσης γνωσιολογικό επιχείρημα» για την κατανόηση και του παρελθόντος και του παρόντος και του μέλλοντος. Η προσέγγιση του σύνολου ιστορικού γίγνεσθαι , της εξέλιξης του κοινωνικού ανθρώπου απαιτεί να απεγκλωβιστεί η επιστήμη και οι ιστορικοί απο τις βιωματικές δουλείες της συγχρονίας και τις συνεπακόλουθες ιδεολογικές αγκυλώσεις.
Γιατί και ο βιούμενος χρόνος είναι ένα απλό στάδιο του καθόλου ανθρώπινου βίου και δεν μπορεί να αναγέται σε ιδεολογία με αξίωση επιστημονικής εγκυρότητας. Μια τέτοια προσέγγιση είναι επίσης αυθαίρετη, ανιστόρητη και αντιδραστική.
Για το ζήτημα της συνέχεια του ελληνικού έθνους είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί το θεμελιώδες: όταν αναφερόμαστε στο ελληνικό έθνος εννοούμε αυτό που η νεοτερικότητα ορίζει ως έθνος ή εννοούμε το περιεχόμενο που οι ελληνικές κοινωνίες απέδιδαν στο έθνος;

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

Η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων και η ιδιοκτησιακή λογική των συνομιλητών

Το περίγραμμα της συμφωνημένης λύσης προβλέπει «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα». Αυτό επαναλαμβάνεται φορτικά για να το χωνέψουν άπαντες.
Στα πλαίσια των ομάδων εργασίας που συζητούν το περιεχόμενο της λύσης, η ομάδα που ασχολείται με τη διακυβέρνηση προσδίδει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο στην έννοια της πολιτικής ισότητας. Δηλαδή συζητούν το διαμοιρασμό της πολιτικής εξουσίας της κεντρικής πολιτείας (κράτους) ανάμεσα στους φορείς εξουσίας των δύο κοινοτήτων.
Η έννοια της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων /πολιτειών ταυτίζεται με την συν – ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος. Αφού η πολιτική ταυτίζεται με την εξουσία και η εξουσία είναι ιδιοκτησία του κράτους, οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων συνομιλούν ως μελλοντικοί συν-ιδιοκτήτες. Αυτή η προσέγγιση είναι συντηρητική, αντιδραστική και επικίνδυνη.
Αυτό που στην πράξη αντιλαμβάνονται οι συνομιλητές ως πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων /πολιτειών είναι η κατάτμηση της πολιτικής, η ισομοιρία/η ίση μοιρασιά, όπως ακριβώς στην ιδιοκτησία.
Αυτή ιδιοκτησιακή λογική υποσκάπτει το μέλλον της σύνολης κυπριακής κοινωνίας. Γιατί η πολιτική συγκροτεί το κοινωνικό γεγονός. Άρα είναι έννοια μη διαιρετή.Η διαίρεση του πολιτικού φαινομένου οδηγεί στην αναίρεσή του. Συνακόλουθα στην αποσύνθεση ή κατάργηση της σύνολης κοινωνίας.
Με αυτά τα δεδομένα ποιος θα είναι ο δεσμός του πολίτη με την κεντρική πολιτεία δεδομένου ότι δε θα είναι εθνοτικός; Η συλλογική ταυτότητα τους καθιστά μέλη των επιμέρους κοινωνιών (Ελληνοκυπριακή, Τουρκοκυπριακή ) αλλά όχι και μέλη της σύνολης κοινωνίας. Γιατί ο πολίτης να στηρίξει την κεντρική πολιτεία; Γιατί να αγωνιστεί για την κοινή πατρίδα; Γιατί να κάνει θυσίες; Με το σκεπτικό των συνομιλητών ο πολίτης θα ταυτίζεται με τις συνιστώσες πολιτείες και όχι με την κοινή πολιτεία.
Η κύρια έγνοια των συνομιλητών , αν πράγματι ενδιαφέρονται για την επανένωση του τόπου και του λαού, θα έπρεπε να είναι το ζήτημα της θέσης του πολίτη στη κεντρική πολιτεία, δηλαδή ο πολιτειακός δεσμός. Αυτό στην πράξη σημαίνει ένα αναστοχασμό αναφορικά με τον εμπλουτισμό των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, ώστε να διευρυνθούν τα όρια της ελευθερίας τους και να έχουν συμφέρον να στηρίξουν την κεντρική πολιτεία. Ή πιο σωστά το πρόβλημα είναι η ταυτότητα του πολίτη που μέχρι τώρα ήταν υπήκοος του «Ελληνοκυπριακού» ή «Τουρκοκυπριακού» κράτους. Ένα πράγμα είναι το «ανήκειν» στο έθνος - κράτος και άλλο το «ανήκειν» στην πολιτεία.
Συμπερασματικά η αποδοχή της θέσης ότι η αναγνώριση της αυτονομίας του πολιτισμικά/εθνοτικά διαφορετικού σήμερα είναι απαραίτητο στοιχείο για την ενότητα της πολιτείας, ενώ μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν κίνδυνος και απαγορευόταν ή καταδιωκόταν, υποδηλώνει και μια διαφορετική προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου στον τόπο μας.
Και αν οι πολιτικοί ηγέτες δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια πολιτεία που δε θα μιμείται τους άλλους και οι πολίτες της θα νιώθουν περήφανοι γι αυτή, τουλάχιστον ας φροντίσουν να αξιοποιήσουν τη γνώση και την εμπειρία συμπολιτειών που στην πράξη αποδείχτηκαν βιώσιμες και λειτουργικές. Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Γιατί μπορεί να πιστεύεις ότι αγωνίζεσαι για την επανένωση και στην πράξη, με τις επιλογές σου, να βαθαίνεις το διαχωρισμό!!!

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Ο διορισμός του Δ.Σ. της Α.Η.Κ.: διαμοιρασμός λαφύρων ή καλά, εσύ μας ξέχασες νωρίς

Το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε στις 30/7/2008 το νέο Δ.Σ. της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. Και αυτή τη φορά το σκηνικό που στήθηκε, είναι όπως ακριβώς πρίν τρία χρόνια. Δηλαδή τα κόμματα διαμοιράζουν τις θέσεις στα Δ. Σ.. Όποιος μένει απέξω κατηγορεί τους άλλους για διαμοιρασμό λαφύρων. Πρίν 3 χρόνια φώναζε ο ΔΗΣΥ, τώρα φωνάζουν το ΕΥΡΩΚΟ και οι Οικολόγοι!!!
Οι διορισμοί δεν έχουν καμία σχέση με την αξιοκρατία. Δηλαδή για να διοριστείς, δεν πρέπει να είσαι άξιος, κάτι να έχει να προσφέρεις από τη συγκεκριμένη θέση. Το κυρίαρχο προσόν είναι η κομματική ταυτότητα. Ούτε και έχει κάποια διάσταση ιδεολογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα κόμματα. Όλοι βολεύονται λίγο ή πολύ.
Οι διορισμοί είναι ταυτισμένοι με το σύστημα της κομματοκρατίας. Δηλαδή τα κόμματα κατέχουν το κράτος και το αξιοποιούν για πλούτο, προνόμια και εξουσία. Η σίτιση κομματικών στελεχών στον κρατικό ή ημικρατικό τόμεα είναι μια διάσταση της κομματοκρατίας.
Με βάση τους διορισμούς των μελών φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο κ. Χριστόφιας εισάκουσε τις προειδοποιήσεις του κ. Αναστασιάδη στις 11/5 και 18/5/2008 και συμπεριέλαβε και ένα εκπρόσωπο του ΔΗΣΥ στο Δ.Σ.. Έτσι εμπεδώθηκε η αξιοκρατία του κ. Αναστασιάδη!!!
Από την άλλη ο κ. Χριστόφιας φαίνεται ότι στη νομή της εξουσίας ακολουθεί τη νεοταξική λογική της ισχύος , δηλαδή διορίζει με βάση τους συσχετισμούς δύναμης και τη σύνθεση των συμφερόντων. Μια από τα ίδια δηλαδή.
Από την άποψη του πολίτη, η κομματοκρατία καταργεί την ίση μεταχείριση των πολιτών. Δηλαδή ικανοί πολίτες αποκλείονται με κριτήριο την κομματική ταυτότητα. Το σύνταγμα της κυπριακής δημοκρατίας δεν επιτρέπει διακρίσεις των πολιτών από την εξουσία με κριτήριο την κομματική ταυτότητα!!!
Από την άποψη της πολιτικής οι επιλογές των πολιτικών συμβάλλουν περαιτέρω στην απαξίωση των ιδίων και των κομμάτων τους. Και όπως τα κόμματα και οι φορείς τους κατανοούν και διεκδικούν το συμφέρον τους μέσω της πολιτικής, έτσι και ο πολίτης κάποτε οφείλει να αντιληφθεί ότι και ο κάθε πολίτης πρέπει να διεκδικεί το σύμφερον του μέσω της πολιτικής και της νομής της εξουσίας. Και όχι μόνο μια ολιγαρχία των δήθεν ειδικών, όπως γίνεται σήμερα.
Κύριε Χριστόφια, προεκλογικά μας έλεγες ότι θα είμαστε μαζί στην εξουσία. Γιατί μας ξέχασες τόσο νωρίς;