Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

1959 και 2008: Η δραματοποίηση ως μεθόδευση για εξασφάλιση υποστήριξης στον ηγέτη

Απεγνωσμένα ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ προσπαθούν με όλα τα μέσα να εξασφαλίσουν την καθολική υποστήριξη ηγεσίας και λαού προς τον αρχηγό. Γιατί τόση εμμονή στην εξασφάλιση υποστήριξης προς τον κ. Χριστόφια;
Η απάντηση που δίνεται είναι τουλάχιστον αστεία: για να είναι ενισχυμένος ο Πρόεδρος στις κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τον Ταλάτ, να νιώθει ότι όλοι είναι δίπλα του στη δύσκολη αυτή μάχη για το μέλλον του τόπου και του λαού.
Φυσικά όλα αυτά είναι αστειότητες. Η δραματοποίηση της κατάστασης, η κρισιμότητα των στιγμών, τα διλήμματα του ηγέτη είναι μύθοι κατασκευασμένοι από ανθρώπους που έχουν συμφέρον να δραματοποιούν τα δεδομένα. Δηλαδή ο άνθρωπος να σταματήσει να σκέπτεται λογικά, ορθολογιστικά στη βάση πραγματικοτήτων. Και αυτοί που δημιουργούν τη δραματοποίηση, αυτοί που παίζουν θέατρο το κάνουν για το συμφέρον τους. Και αυτοί που αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο του θεατή το κάνουν από την ευπιστία ή τη βλακεία τους.
Φυσικά ο κ. Χριστόφιας ακολουθεί κατά πόδας τις μεθοδεύσεις του Μακαρίου. Γιατί και ο Μακάριος προσπάθησε να δραματοποιήσει καταστάσεις ώστε να εξασφαλίσει καθολική υποστήριξη.
12 έως 18 Φεβρουαρίου 1959: Η μεγάλη δραματοποίηση ή μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου έθεταν εκ των πραγμάτων την ανάγκη για αποσαφήνιση του ρόλου του Μακαρίου. Κατά διαστήματα τόσο στην Τουρκοκρατία όσο και στην Αγγλοκρατία ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος λειτουργούσε ως θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Και με την ιδιότητα αυτή, καθολικά αναγνωρισμένη, υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Ποιος θα ήταν λοιπόν ο ρόλος του Μακαρίου μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν από τις Συμφωνίες;
Ο ίδος ο Μακάριος ήδη από το 1957 είχε αποσαφηνίσει το ρόλο του κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ. Σε ομιλία του σε δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον στις 24 Σπτεμβρίου 1957 ανέφερε: «Η θέσις μου είναι ιδιότυπος. Ο Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται υφ΄ ολοκλήρου του ελληνικού κυπριακού λαού δια καθολικής ψηφοφορίας. Ο Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται υπό δύο ιδιότητας, ως εθνικός και πνευματικός ηγέτης του κυπριακού λαού. Την ιδιότητα του εθνικού ηγέτη θα διατηρή μόνον εφ΄ όσον συνεχίζεται η ξένη, επί της νήσου κατοχή, θα αποβάλη δε ταύτην αυτομάτως όταν η νήσος αποκτήση την ελευθερίαν της. Τα καθήκοντά του τότε θα περιοριστούν εις κύκλον καθαρώς θρησκευτικόν». Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνει και σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στις 31 Οκτωβρίου 1957. Σύμφωνα με τον Μακάριο ο εθναρχικός ρόλος του Αρχιεπισκόπου διατηρείται εφ΄ όσον υπάρχει ξένη κατοχή στην Κύπρο και τερματίζεται με την απελευθέρωσή της. Ο εθναρχικός ρόλος του Μακαρίου τερματίζεται με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Από τούδε και στο εξής ο Αρχιεπίσκοπος ως εκκλησιαστικός ηγέτης θα νομιμοποιεί την εξουσία του με βάση τους κανόνες που προβλέπει το καταστατικό της εκκλησίας. Ο πολιτικός ηγέτης θα νομιμοποιεί την εξουσία του με βάση το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και , βεβαίως, με ξεχωριστή ψηφοφορία.
Ο Μακάριος είχε γνώση ότι με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου τερματιζόταν ο πολιτικός του ρόλος. Όμως ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει και μετά τις Συμφωνίες να είναι ο πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Ή αν το πούμε διαφορετικά, πριν να θέσει την υπογραφή του επί των Συμφωνιών , γεγονός που θα τον καταργούσε ως πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη των Ελληνοκυπρίων, θα έπρεπε να εξασφαλίσει το πολιτικό του μέλλον.
Με τη διάσκεψη του Λονδίνου εξασφάλιζε νομιμοποίηση από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ως εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων. Αυτό που απέμενε ήταν να εξασφαλίσει τη νομιμοποίηση του ρόλου του για το μέλλον και από τους Ελληνοκύπριους.
Είναι γεγονός ότι ο Μακάριος ήταν ενημερωμένος για τις διαβουλεύσεις που γίνονταν ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα για τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Είναι επίσης γεγονός ότι ο Μακάριος ενημερώθηκε στις 11 Φεβρουαρίου – ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας – από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Καραμανλή και ένιωσε την ανάγκη δημόσια να δηλώσει στον τύπο: «Εξέφρασα την ικανοποίησίν μου προς τον Πρωθυπουργόν κ. Κ. Καραμανλήν και τον συνεχάρην δια τα αποτελέσματα των εν Ζυρίχη ελληνοτουρκικών συνομιλιών». Είναι επίσης γεγονός ότι ο Μακάριος συγκατατέθηκε να συγκληθεί η Διάσκεψη του Λονδίνου γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι απλά θα προσυπέγραφε τη Συμφωνία της Ζυρίχης.
Είναι επίσης γεγονός ότι μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου στη πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου στις 19 Φεβρουαρίου 1959 επανειλημμένα αποσαφήνισε τα της υπογραφής των Συμφωνιών. Αναλυτικός είναι με τη δήλωσή του στις 20 Μαίου 1959: «Υπέγραψα την συμφωνίαν του Λονδίνου εν πλήρει συνειδήσει των ευθυνών μου έναντι του Κυπριακού λαού.» «Επειδή ελέχθη ότι υπέγραψα κατόπιν ισχυράς πιέσεως εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, δηλώ κατηγορηματικώς ότι ουδεμία δύναμις εν τω κόσμω ήτο δυνατόν να με εξαναγκάση να υπογράψω συμφωνίαν, εάν πίστευα ότι αύτη ήτο αντίθετος προς το συμφέρον του Κυπριακού λαού.» «Έθεσα την υπογραφήν μου εις την Συμφωνίαν του Λονδίνου. Δεν μετανοώ, δεν υπαναχωρώ και δεν την αποσύρω.»
Όλα τα πιο πάνω έχουν μια λογική συνέχεια. Δραματοποιημένα παρουσιάζονται τα γεγονότα στο μεσοδιάστημα από τις 12 ως τις 18 Φεβρουαρίου, δηλαδή από την ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας της Ζυρίχης μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου. Ο Μακάριος αποφάσισε να «μεταβή στο Λονδίνο συνοδευόμενος από Κυπρίους Δημάρχους και άλλους παράγοντας, τους οποίους απλώς θα συνεβουλεύετο» , όπως αναφέρει ο Δ. Μπίτσιος. Και ο Ν. Κρανιδιώτης σημειώνει ότι στις 13 Φεβρουαρίου ο Μακάριος τους είπε: « Κάλεσα από την Κύπρο τους Δημάρχους και άλλους αντιπροσωπευτικούς παράγοντες, για να ακούσω τις απόψεις τους, να συζητήσω μαζί τους το θέμα, και να πάρω τελειωτικήν απόφαση». Ταυτόχρονα ο Μακάριος αρχίζει να παρουσιάζεται ταλαντευόμενος προς την Ελληνική Κυβέρνηση και τους συνεργάτες του, αν θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει τη Συμφωνία ή όπως αναφέρει ο Ν. Κρανιδιώτης «έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν μπροστά σ΄ ένα σκληρό δίλημμα». Κοινωνοί του διλήμματος του Μακαρίου γίνονται και όλα τα μέλη της τριαντακονταπενταμελούς κυπριακής αντιπροσωπείας, η ελληνική κυβέρνηση και τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη. Η επιτυχία ή αποτυχία της Διάσκεψης του Λονδίνου εξαρτιόταν πια από την απόφαση του Μακαρίου να υπογράψει ή όχι τις Συμφωνίες.
Η δραματική προσέγγιση της πραγματικότητας υποβαθμίζει το Μακάριο, ότι δηλαδή συγκατατέθηκε σε κάτι ενώ δεν είχε γνώση των συμφωνηθέντων ή ότι υπέκυψε σε πιέσεις ή ότι λυγίζει προσωρινά κάτω από το βάρος της ευθύνης. Αυτή η προσέγγιση είναι υποτιμητική και δε συνάδει με τη λογική του Μακαρίου και γενικότερα με την πολιτική του λειτουργία.
Ποια ήταν τα δεδομένα που καθόρισαν τη διλημματική στάση του Μακαρίου στο δεδομένο χρόνο;
Ο Ν. Κρανιδιώτης αναφέρει ότι ο Μακάριος στις 12 Φεβρουαρίου του είπε: «Μπροστά στον κίνδυνο να επιβληθεί το Σχέδιο Μακμίλλαν, που έκανε την Τουρκία συνεταίρο στην Κύπρο, καλύτερη η Ζυρίχη. Πρέπει να είμεθα ρεαλιστές». Για το Μακάριο το δίλημμα είχε υπάρξει πολύ νωρίτερα και ήταν « διχοτόμηση με βάση το Σχέδιο Μακμίλλαν ή εγγυημένη ανεξαρτησία». Επομένως ήταν δεδομένη και δηλωμένη η απόφασή του να υπογράψει τις Συμφωνίες.
Ο Μακάριος είχε πλήρη αντίληψη των αδυναμιών των Συμφωνιών και τις διατυπώνει τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση όσο και στους συνεργάτες του. Πίστευε ότι στα πλαίσια της πενταμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο θα μπορούσε να διαπραγματευθεί κάποια θέματα. Δεν είχε όμως αυταπάτες για τις περιορισμένες δυνατότητες που υπήρχαν. Ο Ν. Κρανιδιώτης αναφέρει πως ο Μακάριος του είπε: «Ίσως εκεί θα μπορούσα να αποτρέψω μερικά αρνητικά στοιχεία και να τη βελτιώσω». Ή ακόμα σε επιστολή του προς το Γρίβα στις 12 Φεβρουαρίου 1959 ο Μακάριος γράφει: «Πιθανώς να κατορθώσωμεν, ώστε εις την διάσκεψιν αυτήν να βελτιώσωμεν υπέρ ημών μερικούς όρους συμφωνίας». Σε αυτά τα πλαίσια ο Μακάριος με την προβολή της διλημματικής στάσης του θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση στο Λονδίνο.
Η προβολή από μέρους του Μακαρίου μιας διλημματικής στάσης είναι συνυφασμένη με την απόφασή του να καλέσει στο Λονδίνο τους τριάντα πέντε Κύπριους αντιπροσώπους για να τους συμβουλευτεί, πριν τη λήψη της τελικής του απόφασης. Η κλήση των Κυπρίων αντιπροσώπων , έστω και για συμμετοχή σε μια διαβουλευτική διαδικασία, καθιστά ολοφάνερο ότι απασχολούσε το Μακάριο το πρόβλημα της κοινωνικής νομιμοποίησης των επιλογών του αλλά και του ιδίου. Αυτονόητα τον απασχολούσε, αφού βρισκόταν εξόριστος, εκτός Κύπρου, από τις 9 Μαρτίου 1956, δεν είχε άμεση αντίληψη της εσωτερικής κατάστασης και , όπως αναφέρει ο Μακάριος, «πολλά έκτοτε εμεσολάβησαν και από πολλά στάδια διήλθεν η εθνική μας υπόθεσις». Ο Μακάριος είχε αποφασίσει ήδη από το Σεπτέμβριο του 1958 να διαφοροποιήσει το αίτημα των Ελληνοκύπριων από ένωση σε ανεξαρτησία. Και ο ίδιος είχε αποφασίσει να αποδεχτεί τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει ο Ν. Κρανιδιώτης για τη συνομιλία του με το Μακάριο στις 12 Φεβρουαρίου 1959: «Του εξέφρασα αμέσως την απορία μου, γιατί δεν μας τήρησε ενήμερους. Εκείνος απάντησε ότι όλοι είχαν δεσμευθεί να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις απόρρητες στο στενό κύκλο των Πρωθυπουργών και των Υπουργών των Εξωτερικών των τριών χωρών. Ρώτησα, αν είχε εκ των προτέρων δώσει τη συγκατάθεσή του. «Ναι». Μου απήντησε. «Έδωσα τη συγκατάθεσή μου, γιατί δεν έβλεπα άλλο τρόπο σωτηρίας. Χθες έκανα και σχετική δήλωση».
Η απόφαση του Μακαρίου να καλέσει τριάντα πέντε Κύπριους αντιπροσώπους είχε ένα και αποκλειστικό στόχο , την κοινωνική νομιμοποίηση – έστω και στη βάση μιας υποτυπώδους αντιπροσώπευσης - εκ των υστέρων των επιλογών του για ανεξαρτησία στη βάση της Ζυρίχης αλλά και την εξασφάλιση του πολιτικού του μέλλοντος δεδομένου ότι με τις Συμφωνίες τερματιζόταν ο εθναρχικός του ρόλος.
Η κλήση των Κυπρίων παραγόντων για διαβούλευση προϋπόθετε ότι ο Μακάριος δεν είχε αποφασίσει. Διαφορετικά δεν είχε κανενα νόημα η κλήση τους στο Λονδίνο. Κατ΄ ανάγκη λοιπόν και στα πλαίσια της διαβουλευτικής διαδικασίας ο Μακάριος θα έπρεπε να προβληματίζεται για τη στάση του και οι παράγοντες να αναλάβουν το συμβουλευτικό τους ρόλο. Η υπανάχωρηση του Μακαρίου κινητοποιεί την Ελληνική Κυβέρνηση – ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής φτάνει εσπευσμένα στο Λονδίνο στις 17 Φεβρουαρίου - η οποία αναλαμβάνει το βάρος να πείσει τους Κύπριους παράγοντες να συνηγορήσουν υπέρ των Συμφωνιών.
Στις 16 Φεβρουαρίου έγινε στο Λονδίνο η πρώτη σύσκεψη των Κυπρίων παραγόντων .Όπως αναφέρει ο Ν. Κρανιδιώτης «το πνεύμα – εκτός από μερικές εξαιρέσεις – ήταν γενικά εναντίον των Συμφωνιών. Ο Μακάριος άκουε προσεκτικά τις γνώμες των συμβούλων του, οι οποίοι όμως, ανεξάρτητα από τη θέση που υποστήριζαν, κατέληγαν πάντοτε με τη διαβεβαίωση ότι θα συνταχθούν τελικά με τον Αρχιεπίσκοπο σε οτιδήποτε κι αν αυτός αποφασίσει». Κανένας δεν αμφισβήτησε την αποφασιστική αρμοδιότητα του Μακαρίου.
Στις 17 Φεβρουαρίου και με την άφιξη στο Λονδίνο του Έλληνα Πρωθυπουργού η ελληνική αντιπροσωπεία δραστηριοποιείται. Παγματοποιείται σύσκεψη στο οίκημα της Ελληνικής Πρεσβείας. Ο Ν. Κρανιδιώτης περιγράφει παραστατικά τα της σύσκεψης: « Και στη συνέχεια, απευθυνόμενος (ενν. ο Κ. Καραμανλής) αυτή τη φορά προσωπικά στον Αρχιεπίσκοπο, ρώτησε: « Γιατί, Μακαριότατε, έχετε τώρα αντιρρήσεις, αφού στην Αθήνα είχαμε συμφωνήσει, ότι θα εδεχόμεθα την πρόταση των Άγγλων, κατά την οποία δεν έπρεπε να εγερθούν θέματα που ερρυθμίστηκαν στην Ζυρίχη;» Ο Μακάριος προφανώς ταραγμένος, και, αντίθετα από τον Πρωθυπουργό, σε ύφος ήπιο, απάντησε: «Έχετε δίκαιο. Αλλά έχω θέμα συνειδήσεως και δεν μπορώ να αναλάβω περαιτέρω ευθύνες».»
Η δήλωση Μακαρίου για αδυναμία ανάληψης περαιτέρω ευθυνών συνδεόταν με το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων παραγόντων είχε ταχθεί εναντίον των Συμφωνιών. Η ανάληψη περαιτέρω ευθύνης προϋπόθετε τη μεταστροφή της στάσης των Κυπρίων παραγόντων. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε πάρει το μήνυμα και επιδόθηκε σε μια προσπάθεια επηρεασμού των Κυπρίων. Ο Ν. Κρανιδιώτης γράφει: «Η ατμόσφαιρα ήταν ταραγμένη. Στο κτίριο της Ελληνικής Πρεσβείας, το «Παρκ Λαίην», το «Νότσεστερ» και το «Κλάριτζες» (όπου έμενε η Ελληνική Αντιπροσωπεία) αναπτύχθηκε, εκείνο το βράδυ και την επομένη το πρωί, μια ασυνήθιστη δραστηριότητα. Επαφές, συσκέψεις, αναταλλαγή γνωμών, έντονες διαβουλεύσεις και υποδείξεις». Πιο αναλυτικός είναι ο Τ. Παπαδοπούλος σε επιστολή του προς το Γρίβα με ημερομηνία 26.2.1959: « Εντύπωσιν προεκάλεσε μεταξύ μας αυτή η απότομος μεταστροφή των γνωμών. Εξηκρίβωσα αργότερον ότι τούτο ωφείλετο εις το αίσχος της παρασκηνιακής δράσεως. Δηλαδή μετά την πρώτη ημέραν η Ελληνική Πρεσβεία άρχισε καλούσα διά διαφόρων οργάνων της διάφορα άτομα της αποστολής με προεξάρχοντα τον κ. Δέρβην και τον κ. Αιμιλιανίδην, τους οποίους και έπεισαν να δημιουργήσουν σφήνα μεταξύ της αποστολής.Ούτω και εγένετο.Οι κύριοι αυτοί ήρχισαν ευθύς αμέσως το πλευροκόπημα των διαφόρων αντιπροσώπων και τους διεβίβαζαν δήθεν προσωπικά μηνύματα του Καραμανλή και Αβέρωφ και τους διαβεβαίωναν πόσον και οι δύο πολιτικοί ηγέτες τους εθαύμαζαν. Κολακευθέντες πολλοί από αυτούς ήρχισαν να εκφράζουν αμφιβολίας περί της ορθότητος απορρίψεως του σχεδίου».
Σε νέα σύσκεψη των Κυπρίων παραγόντων το κλίμα είχε διαφοροποιηθεί: 27 τάχθηκαν υπέρ των συμφωνιών και 8 εναντίον (οι 5 εκπρόσωποι της αριστεράς, ο Τάσος Παπαδοπούλος, ο Βάσος Λυσσαρίδης και ο Γλάυκος Κρίστης). Όπως σημειώνει ο Ν. Κρανιδιώτης, η έννοια της ψήφου των 27 ήταν να εξουσιοδοτηθεί ο Αρχιεπίσκοπος «να χειριστεί εν λευκώ το θέμα και να αποφασίσει όπως ο ίδιος έκρινε καλύτερα». Η μεταστροφή της γνώμης των Κυπρίων παραγόντων επέτρεπε πια στο Μακάριο να αναλάβει «περαιτέρω ευθύνες». Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή επιλογές του Μακαρίου τύγχαναν εκ των υστέρων μιας κάποιας μορφής κοινωνικής νομιμοποίησης. Αυτό ήταν πια δεδομένο. Απέμενε η νομιμοποίηση του μελλοντικού του ρόλου. Ο Μ. Χριστοδούλου είναι διαφωτιστικός: «Και εκείνα τα μέλη που δεν ήθελαν να υπογράψει δήλωναν πως, αν αποφάσιζε να θέσει την υπογραφή του, θα του συμπαραστέκονταν και θα τον βοηθούσαν στις περαιτέρω ενέργειές του για την εφαρμογή των Συμφωνιών». Και ο αριστερός εργατικός ηγέτης Αντρέας Ζιαρτίδης έλεγε: «Αν, Μακαριότατε, υπογράψετε,δίνουμε το λόγο της τιμής μας πως δε θα εκμεταλλευθούμε κομματικά τις συμφωνίες. Θα σταθούμε παρά το πλευρό σας. Σας αναγνωρίζουμε ως το φύσει και θέσει εκπρόσωπο του κυπριακού λαού». Και για να αποσαφηνιστούν πλήρως τα πράγματα ο Μακάριος ξαναρίχνει στο τραπέζι το θέμα της παραίτησής του: «Κι όταν ο Μακάριος επανέλαβε τη σκέψη του να παραιτηθεί, τότε, όπως δήλωσε ο Κλεάνθης Γεωργιάδης: «όλοι, δεξιοί και αριστεροί, δήμαρχοι και άλλοι αντιπρόσωποι εξανέστημεν εις την δήλωσιν του Μακαρίου, τον οποίον ετορπιλλίζαμεν όλοι, δεξιοί και αριστεροί, με τους όρκους πίστεως και αφοσιώσεως ως τον μόνον εκπρόσωπόν μας». Ο Μακάριος είχε εξασφαλίσει από τους Κύπριους παράγοντες νομιμοποίηση των επιλογών του για ανεξαρτησία στη βάση της Ζυρίχης και συνέχιση του εθναρχικού του ρόλου.Όπως σημειώνει ο Μ Χριστοδούλου, ο Μακάριος « χαμογέλασε » και «έκανε γνωστή την απόφασή του να υπογράψει». Στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφονται οι Συμφωνίες και ακολουθεί, το βράδυ, δεξίωση που παρέθεσε η Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Άγγ. Βλάχος σημειώνει: « Όταν ο Αρχιεπίσκοπος μπήκε στην αίθουσα, κατευθύνθηκε αμέσως προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό με τον οποίον είμεθα ο Αβέρωφ, ο Σεφεριάδης, ο Μπίτσιος και εγώ – και τείνοντάς του θερμά το χέρι του είπε: «Κύριε Πρόεδρε! Φαντασθήκατε ποτέ ότι δεν θα υπέγραφα;» Ο Κ. Καραμανλής του είπε: «Τότε προς τι όλα αυτά;» Και ο Αρχιεπίσκοπος του αποκρίθηκε: «Είχα τους λόγους μου».



3 σχόλια:

rose είπε...

Αντρέα,
με αυτη σου την αναρτηση έκανες ένα ψυχογράφημα του Μακάριου μοναδικό...

η καταληκτική του φράση, που ήταν μυστήριο για πολλούς, μου θυμίζει τη φράση που επικαλείτο ο Σαμψών για χρόνια, "Ο Μακάριος έλεγε ότι ναι, θα κάψει το παπλωμα για τον ψύλλο" (ποιόν ψυλλο θα ρωτησει κανείς)

Εφεραν στη μνημη το μενος της επιχειρηματολογίας των άλλων (Γρίβα, Τασσου, Λυσσαρίδη κά)..

Η συγκρουση προσωπικοτητων, προσωπικών φιλοδοξιών, μη-ωριμων πολιτικών προσωπων, πάντα έχει μια τέτοια σφοδρότητα κατευθυνόμενη απο τα χαμηλά ένστικτα επιβίωσης - της προσωπικής τους επιβίωσης.

Αναζήτησα μες την ενταση της φωνής τους να ξεχωρίσω κάποιες πιο νηφάλιες, να ξεχωρίσω κάποιους με κάποια άλλη επιχειρηματολογία..

Δεξια και αριστερά το ίδιο, οι υποσχέσεις να μην εκμεταλλευτούν πολιτικά τις συγκυρίες είναι κενες ..

η εικόνα που επικρατεί στο μυαλό, είναι εκείνη του ασπασμού του Μακαρίου (το δουλικό σκύψιμο και το φιλι στο χέρι) απο τους ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ αξιωματουχους του πριν και μετα καθε αναχωρησης του απο την Κύπρο..

οι όποιες λίγες φωνές σχεδόν ανυπαρκτες..

λες και η σφοδρότητα μιας "οντότητας" που θελει να επιβληθεί και επικρατήσει σκιαζει
το 1-2% εκείνων που αρθρωνουν Λόγο

αναρωτιεμαι γιατι η προσωπική φιλοξοξια/ματαιοδοξία/κενοδοξία του ενός ή ορισμένων καθοδηγεί τις εξελίξεις..

αναρωτιέμαι αν αυτο θα γίνει και πάλι, αν το ΑΚΕΛ αποφασίσει να εξασφαλίσει την 10ετία του έτσι όπως διδάσκει η προσφατη ιστορία.

Αναρωτιέμαι γιατι εμείς πρεπει να το υπερψηφίσουμε, δεχτουμε, ή αναγκαστούμε να ζήσουμε μαζί του..

απούσας της κοινωνικής ζήμωσης και διαλόγου μάλλον το τι επιθυμεί ο Χριστόφιας συνειδητά και υποσυνείδητα θα είναι αυτο που θα επιδιώξει...και επιτύχει.

γι αυτο ψηφίζουμε καθε 5 χρόνια: επιλεγουμε την ψυχοπαθολογία ή ψυχολογία που θα μας εκπροσωπήσει

με τις υγείες μας..

andreas f.stavrou είπε...

Όπου υπάρχει η μεθόδευση, η δραματοποίηση, η σκηνοθεσία από τους κρατούντες εκεί υπάρχει και το ψέμα και η απάτη και η σκοπιμότητα και η ιδιοτέλεια.
Τα πολιτικά όντα διαλέγονται με βάση το λόγο και το επιχείρημα. Και ο έννους δε χρειάζεται να κάνει μεθοδεύσεις γιατί εμπιστεύεται τον εαυτό του και τη λογική του.
Η πονηριά και η ιδιοτέλεια είναι ίδιον ......

Ανώνυμος είπε...

Ανδρέα,
ανεξάρτητα του αν ο Μακάριος ήταν τότε ή όχι εξουσιοδοτημένος να υπογράψει, η απόφασή του επικυρώθηκε από το εκλογικό σώμα εκ των υστέρων.
Ο Χριστόφιας όμως, εξασφάλισε εκ των προτέρων αυτήν την εντολή. Το μερίδιο εκείνων που αντιτάσσονται στην πολιτική της λύσης, περιορίστήκε στο 31%. Η υποστήριξη στην πολιτική της λύσης δεν αντανακλάται στο 53% που εξασφάλισε στο δεύτερο γύρο και είναι καλά να το ξέρει.

Πάντως, όπως και το 1959, έτσι και τώρα, μια συμφωνία θα είναι "ναυαγοσωστικό κατόρθωμα" και για τούτο καλά θα κάνει ο Χριστόφιας να σοβαρευτεί αν θέλει πραγματικά να αποτρέψει τη διχοτόμηση.